Ποια είναι λοιπόν αυτά τα άχρηστα, για πέταμα κομμάτια της καρδιάς για τα οποία μας μιλάνε οι Kooks; Κάποιου είδους συναισθηματικά και ερωτικά σκουπίδια; Απομεινάρια σχέσεων, τα οποία αρνούνται πεισματικά να αποβληθούν από το θυμικό; Αναπάντητα παραμένουν τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς δεν συναντώνται τέτοιου είδους εννοιολογικές προεκτάσεις στο περιεχόμενο του τρίτου δίσκου των Βρετανών. Ούτε καν το ομώνυμο τραγούδι δεν δοκιμάζει να καταδυθεί θεματικά σε τέτοια βάθη, παρά μόνο εισάγει τον ακροατή σε μια ακόμη ανέμελη και ακίνδυνη μελωδική βόλτα, διάρκειας 35 πάνω-κάτω λεπτών.
Δεν χρειάζονται πάντως πολλές τέτοιες βόλτες για να συμπεράνει κανείς πως η επιλογή των Kooks στο Junk Of The Heart δεν είναι να ιντριγκάρουν, αλλά να κινηθούν εκ του ασφαλούς, σε γνώριμα βοσκοτόπια κιθαριστικής ποπ. Γνώριμα και (κάτι παραπάνω από) ανώδυνα, τόσο στιχουργικά όσο και ηχητικά –απόφαση που παραδόξως δεν κατακρημνίζει το άλμπουμ στη συνείδησή μου. Κι αυτό γιατί η όλη διαδρομή, παρότι ευθεία γραμμή, έχει να επιδείξει αρκετά όμορφα (ηχο)τοπία, ικανά να γαληνεύσουν τον επίδοξο «ταξιδευτή».
Έτσι, μετά την ανηφορική και νερόβραστη εισαγωγή των δύο πρώτων κομματιών, ακολουθεί μια μελωδική σειρά απλών μα αξιομνημόνευτων στιγμών, οι οποίες κρατούν απαλά το χέρι του περιπατητή. Μπορεί να είναι χαμηλών ταχυτήτων οι περισσότερες από αυτές, χρονομετρημένες όμως στο τρίλεπτο (το μέγιστο) ποτέ τελικά δεν καταλήγουν κουραστικές. Τα εύσημα λοιπόν στο καλόπαιδο του αγγλικού ροκ Luke Pritchard για αυτήν του την εγκράτεια στη σύνθεση.
Με κύριο όχημα την έντονα νεανική του ερμηνεία και με διακριτικές μελωδικές γραμμές να τον συνοδεύουν, ο Pritchard διαμορφώνει ένα αποτέλεσμα που κερδίζει τη συμπάθειά σου. Κάτι η αρμονική αναζήτηση της “Rosie”, η αναμόχλευση φωτογραφικών αναμνήσεων στο “Taking Pictures Of You”, το bluesy ανάθεμα του “Fuck The World Off”, το ορχηστρικό ιντερλούδιο του “Time Above The Earth”, το παιχνίδισμα του “Runaway” ή το ελαφρύ new age ροκάκι του “Is It Me”, όλα πείθουν για μια ίσως όχι σπουδαία οπωσδήποτε πάντως ανεπιτήδευτη πρόταση εκ μέρους των Kooks.
Την indie σπιρτάδα βέβαια ενός “Naive” ή ενός “She Moves In Her Own Way” δύσκολα τη συναντάς στο φρέσκο τούτο πόνημα. Όπως επίσης άφαντος είναι και ο α-λα-Strokes κωλοπαιδισμός που τόσο της μόδας ήταν καθ' όλη την προηγούμενη δεκαετία, τον οποίον και οι ίδιοι οι Kooks είχαν –απερίσκεπτα– αγκαλιάσει, θυσιάζοντας τη διαφορετικότητά τους και καταλήγοντας μιμητές των ηχητικών τάσεων του τότε. Αμαρτία που και σήμερα τους ακολουθεί και τους χαντακώνει στις αντιλήψεις των περισσότερων μουσικόφιλων. Και δυστυχώς, παρ’ όλες τις διακριτικές αρετές του, δεν είναι το Junk Of The Heart ο δίσκος εκείνος που θα κάνει τη διαφορά, δίνοντας στο συγκρότημα νέα πνοή, νέα πορεία και νέο ηχητικό πλαίσιο έκφρασης.
Έχοντας πλέον συμβιβαστεί με το ότι ουδέποτε θα διεκδικήσουν τα σκήπτρα που δικαιωματικά ανήκουν σε άλλους εκπροσώπους του ιδιώματός τους, οι Kooks κατέληξαν να παράγουν μουσική περιπάτου. Ευχάριστη, με δημιουργικές εκλάμψεις, χωρίς όμως πρωταγωνιστικές βλέψεις και κενή οράματος. Μερικές φορές βέβαια δεν είναι η ροκ ματαιοδοξία ο αυτοσκοπός ενός γκρουπ –κάτι το οποίο προσμετράται στα υπέρ των Kooks του 2011 και το αναγνωρίζω πάραυτα. Αλλά, στον αντίποδα, λείπει μια αίσθηση σκοπού και προορισμού, κάτι που εν τέλει προσγειώνει άτσαλα αυτόν τον δίσκο κάπου στη βαθμολογική βάση...