Σε αυτήν τη μπάντα τραγουδάει ο γιος του Bruce Dickinson! Ωραία, τώρα που ξεμπερδέψαμε με αυτό ας προχωρήσουμε στην ουσία του πράγματος. Οι Rise To Remain είναι κουιντέτο κινούμενο στον χώρο του metalcore και υπήρξαν αρκετά ενεργητικοί στον συναυλιακό στίβο κατά τα πρώτα βήματά τους. Έτσι, πέτυχαν να τους προσέξουν τα κατάλληλα άτομα και βρέθηκαν να παίζει σε φεστιβάλ-μεγαθήρια σαν το Download ή το (φετινό) Sonisphere.
Πολλοί βέβαια θα βιαστούν να αποφανθούν πως κάτι τέτοιο έγινε χάρη στον μπαμπάκα του frontman. Κάλλιστα μπορεί να ισχύει, αλλά αν και το ίδιο το συγκρότημα δεν άξιζε κάτι δεν θα κατάφερνε να μείνει για πολύ στα metalcore κυκλώματα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως έχει γίνει μια πολύ καλή προώθηση της δουλειάς τους, με κινήσεις σαν π.χ. τη δωρεάν κυκλοφορία του ΕΡ τους Bridges Will Burn μαζί με την αγγλική έκδοση του Metal Hammer, που έστρεψε αρκετά βλέμματα πάνω τους.
Τι αποτελέσματα προκύψανε όμως από την ηχογράφηση του πρώτου δίσκου των Rise To Remain; Η απάντηση, όπως τη δίνει το City Of Vultures, είναι «πολύ καλά». Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, το metalcore αποτελεί κλασική «love it or hate it» περίπτωση. Αυτή η μίξη κλασικών metal στοιχείων με το hardcore ή με το emocore και το screamo των ’00s δεν είναι για όλα τα γούστα. Επομένως, εάν μπάντες σαν τους Killswitch Engage, τους Underoath, τους Funeral For A Friend ή τους Bullet For My Valentine δεν σας καλύπτουν ηχητικά, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπείτε στη διαδικασία να ψάξετε τους Rise To Remain. Γιατί στο City Of Vultures υπάρχουν εν αφθονία όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους: διπλές κιθάρες, σόλο για «χεράδες», δίκασες και συνεχής εναλλαγή καθαρών και μπρουτάλ φωνητικών.
Ο Austin Dickinson αποδεικνύει ωστόσο πως δεν είναι απλά ο «γιος του Bruce». Εντάξει, τα κατορθώματα του πατέρα δεν θα τα φτάσει –ούτε καν θα τα πλησιάσει, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους– διαθέτει όμως κι εκείνος καλή φωνή, όχι μόνο όνομα βαρύ σαν ιστορία. Και αντεπεξέρχεται με επιτυχία στα καθήκοντά του, χωρίς μάλιστα να θυμίζει σε κάτι τη χροιά του πατέρα του. Αν βέβαια αυτό είναι θετικό ή αρνητικό, θα το κρίνετε εσείς. Άλλωστε ο Austin δεν αποτελεί τον μόνο άσσο στο μανίκι των Βρετανών. Είναι και οι δύο κιθαρίστες τους, που εδώ έχουν βάλει μπρος τη μηχανή για τα riffs και τρέχουν με το γκάζι στο πάτωμα. Καταφέρνοντας όμως να μην καταφύγουν σε ωμή επίδειξη κιθαριστικών ικανοτήτων αλλά να ενσωματώσουν τα αναμφισβήτητα χαρίσματα τους σε καλογραμμένα τραγούδια. Καλύτερο παράδειγμα δεν θα βρείτε από τη συνεχόμενη δυάδα των “Nothing Left” και “We Will Last Forever”, όπου η καλώς εννοούμενη «ποζεριά» συνδυάζεται με την ικανή τραγουδοποιία, δίνοντάς μας δύο από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου.
Από την άλλη, η αχρείαστη επίδειξη δεν αποφεύγεται εντελώς. Σε ορισμένα σόλο το κακό παραγίνεται, μιας και οι νότες ξεπερνούν το ανώτατο επιτρεπτό όριο για να μιλάμε για μουσική πρόταση με ουσία. Ευτυχώς πάντως τέτοια σολαρίσματα δεν τραβάνε για πολύ και είναι διασκορπισμένα ισόποσα μέσα στο City Of Vultures, ώστε να μην χτυπάνε τόσο άσχημα. Εξάλλου, οι Rise To Remain φροντίζουν να τα ακολουθούν με «μπουκώματα» και με ξεσπάσματα, τα οποία σε κάνουν να ξεχάσεις τέτοιες παραφωνίες. Να χρησιμοποιούσαν και καμιά αρμονική, τι ωραία που θα ήτανε...
Το City Of Vultures δεν θα αλλάξει τη ζωή σας. Ούτε καν θα διαμορφώσει τις μουσικές εξελίξεις της εποχής του. Στα βήματα άλλων βαδίζουν οι Rise To Remain και ουδεμία πρόθεση έχουν για μουσική καινοτομία. Αυτό όμως δεν πάει να πει πως δεν παραδίδουν έναν δίσκο γεμάτο εθιστικότατα κιθαριστικά περάσματα, δυνατό drumming, προδιάθεση για air guitaring και crowd surfing, αλλά και ατόφια επιθετική μουσική. Για τους φίλους λοιπόν του σκληρού ήχου αξίζει ένα πέρασμα από το στερεοφωνικό τους. Ποιος ξέρει, μπορεί και να διεκδικήσει περισσότερο από τον μέσο χρόνο ενασχόλησής τους με παρεμφερή δισκία...