Θα χρειαζόταν αρκετές παραγράφους για να απαριθμήσει κανείς τους δισκογραφικούς σταθμούς των Markus και Micha Acher και δεν προτίθεμαι να επεκταθώ εδώ. Θα πω μόνο ότι θεωρώ (και υποθέτω ότι θα βρω αρκετούς να συμφωνούν) ότι είναι με τους Tied + Tickled Trio και με τους 13 & God που εξέδωσαν μερικές από τις πιο εκλεκτικές δουλειές τους –δίχως βέβαια τούτο να αφαιρεί κάτι από την σημασία των Notwist ή των υπολοίπων project τα οποία έχουν κατά καιρούς σκαρώσει.
Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του Aelita, τα αδέλφια Acher καταπιάνονται εκ νέου με τους Tied + Tickled Trio –οι οποίοι μόνο τρίο δεν είναι εδώ και αρκετά χρόνια (δεκατέσσερα ονόματα μέτρησα εδώ και πάλι μπορεί να πέφτω έξω!). Αν θέλουμε βέβαια να είμαστε ακριβέστεροι, ως σημείο προηγούμενης επαφής δεν θα πρέπει να νοείται το Aelita, μιας και αυτό βάδιζε σε ηλεκτρονικά μονοπάτια, αλλά το Observing Systems του 2003. Εκεί άφησαν τον μίτο που τους οδηγεί στην τζαζ, τον οποίο και ξαναπιάνουν τώρα με το La Place Demon. Συνεργαζόμενοι μάλιστα με έναν ντράμερ, τον Billy Hart: ο οποίος μπορεί να μην άλλαξε τον ρου της μουσικής ιστορίας, έχει όμως, αν μην τι άλλο, να προσφέρει τα άμεσα βιώματά του από τις πολυσήμαντες (για την τζαζ και όχι μόνο) δεκαετίες του 1960 και 1970 και τη διαμέσου των εμπειριών σοφία που απέκτησε ηχογραφώντας δίπλα σε πλήθος ογκολίθων (όπως οι Pharoah Sanders, Herbie Hancock, Stan Getz ή Miles Davies). Κι ίσως αυτή η συνεργασία να συμβάλλει καθοριστικά στο ότι, σε ορισμένες στιγμές, οι Tied + Tickled Trio έρχονται κοντύτερα στην τζαζ παράδοση από οποτεδήποτε άλλοτε –στο δεύτερο μέρος της τριμερούς σουίτας “The Three Doors”, λόγου χάρη, αγγίζουν ακόμα και την προ-bop περίοδο.
Το La Place Demon, βέβαια, μπορεί μεν να είναι η πιο προσηλωμένη στην τζαζ δουλειά των Γερμανών, απέχει όμως πολύ από το να χαρακτηριστεί παραδοσιακός τζαζ δίσκος. Οι Tied + Tickled Trio (και τα αδέλφια Acher καθ’ όλη την πορεία τους) άλλωστε, ποτέ δεν επιδόθηκαν σε οτιδήποτε παραδοσιακό. Υπήρξαν πάντοτε θιασώτες ενός ενδιάμεσου ήχου, δανείζονταν στοιχεία από διάφορες αγαπημένες τους πηγές και –έχοντας πάντα μία δεδομένη και χαρακτηριστική μουσική προσωπικότητα– κατέληγαν με ένα υβρίδιο το οποίο συγκρατούσε και ομογενοποιούσε τις επιρροές του όπως το σφουγγάρι το νερό και το σαπούνι.
Στο La Place Demon όμως οι Tied + Tickled Trio κάνουν κάτι διαφορετικό. Δεν κοιτούν σε πολλές μεριές για να αλιεύσουν κύρια συστατικά. Εδώ το κύριο συστατικό είναι η τζαζ και, υπό τις συνθήκες που αυτή επιβάλλει, πειραματίζονται και τοποθετούν στο τραπέζι τις όποιες άλλες επιρροές εμφανίζονται. Εκεί βρίσκουν τον χώρο του δαίμονά τους κι αυτόν τον χώρο αποφασίζουν να «τραγουδήσουν».
Κι επειδή αυτό που παίρνουν από την τζαζ είναι, ως επί των πλείστων, ο ελευθεριάζων ψυχισμός της, σε μεγάλο μέρος του δίσκου αποφεύγουν να θέσουν σαφή ρυθμικά και μελωδικά όρια. Από την εισαγωγή έτσι (“The End Is The Same As The Beginning”), όπου ο Hart φέρνει συνεχόμενες γύρες στο σετ του –με ή χωρίς το πολυσύνθετο drone των υπολοίπων– γίνεται αντιληπτό ότι το La Place Demon δεν είναι ένα εύκολο ακρόαμα. Αν εξαιρέσει κανείς τo προαναφερθέν “The Three Doors pt. 2”, το “Calaca” –το οποίο θα ταίριαζε εξόχως στο κλίμα του Observing Systems– και το “The Three Doors pt. 3” –την πιο γκρουβάτη στιγμή– οι συνθέσεις απλώνουν, πότε φέρνοντας σε πολυοργανικό ambient, πότε σε free jazz, πότε και στα δύο ταυτόχρονα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το πρώτο μέρος της έτερης σουίτας “Violent Collaborations”, που ξεκινά με υπόγειους πειραματισμούς από τύμπανα, υπόκωφα πνευστά και διάφορα ηλεκτρονικά και στα μισά περίπου του δρόμου τα έγχορδα και το τρομπόνι δίνουν μία ιδιότυπη πάσα στο ξέφρενο rhythm section και σε ένα αλαλάζων τενόρο σαξόφωνο, για να μετατρέψουν το κομμάτι σε ακραιφνές δείγμα free jazz.
Η κολεκτίβα πιάνει μάλιστα στα χέρια της και τον μέγιστο Ornette Coleman, μεταφράζοντας πολύ αφαιρετικά το “Lonely Woman” στο τριμερές “Lonely Woman/Exit La Place Demon/The Electronic Family”, μία σύνθεση η οποία, έπειτα από επτάλεπτους ατμοσφαιρικούς πειραματισμούς, βρίσκει τον τρόπο να φτάσει σε μια χαλαρή μα πολύ μεστή ρυθμικότητα. Εξαιρετικό είναι και το πρώτο μέρος του “The Three Doors”, καθώς –ερχόμενο μετά τη δίλεπτη εισαγωγή– μας βάζει από την κλειδαρότρυπα στα λαμπορατόρια του δαίμονα, κάνοντας παράλληλα και τη σύνδεση με τις προϋπάρχουσες κατακτήσεις της μπάντας.
Στο La Place Demon, οι Tied + Tickled Trio έχουν κάνει αξιοπρόσεκτα βήματα και στην ενορχηστρωτική δυναμική τους. Έχουν προσθέσει στην παλέτα τους αρκετά όργανα –από το τρίο εγχόρδων μέχρι το βιμπράφωνο και το σάζι– και έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά στη χρησιμοποίησή τους, παίρνοντας από το καθένα ό,τι είναι κάθε φορά αναγκαίο ώστε να ενισχυθεί η δυναμική της στιγμής. Έχοντας μάλιστα όσο γίνεται το μυαλό τους στην αφαίρεση (ή στον μινιμαλισμό, αν προτιμάτε), καταφέρνουν να ηχούν ουσιαστικοί δίχως να φλυαρούν (αρκετά επίφοβο όταν μπαίνουν τόσα όργανα στον ήχο), ενώ η προσεκτική παραγωγή των αδελφών Acher –δίχως να αποφεύγει κάποιες μικρές συχνοτικές αστοχίες (όπως η ένταση των μπάσων στο “The Three Doors pt. 3”)– δίνει στο σύνολο μία καθαρή χροιά, αναδεικνύοντας τις εξαιρετικές δυναμικές αυξομειώσεις.
Δεκατρία χρόνια λοιπόν μετά το ντεμπούτο τους, οι Tied + Tickled Trio κυκλοφορούν την ίσως καλύτερη δουλειά τους. Έπειτα από τις fusion περιπλανήσεις του παρελθόντος, μας δίνουν έναν ακόμα ομογενοποιημένο δίσκο (μετά το ηλεκτρονικό Aelita) και η αφοσίωσή τους αυτή δικαιώνεται αφενός από το συμπαγές αποτέλεσμα που παράγει και αφετέρου από τα βήματα εμπρός τα οποία εμφανώς κάνουν, τόσο συνθετικά, όσο και ενορχηστρικά. Διότι, ακόμα κι αν το La Place Demon δεν κερδίζει στα σημεία, δεν περιέχει δηλαδή τα εξόφθαλμα highlights των δίσκων του παρελθόντος (όπως νομίζω ήταν το “Freakmachine” για το Observing Systems ή το “Rara Avis” για το ομώνυμο ντεμπούτο τους), όταν καταλαγιάσει σαν άκουσμα βρίσκει την πρέπουσα θέση του, ως ένα ώριμο και μεστό δείγμα σύγχρονης τζαζ. Περιττό να (ξανά)τονίσω την συνεισφορά του Billy Hart σε αυτό το επίπεδο…