Συχνά οι άνθρωποι, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν τις δυνάμεις και τις ικανότητές τους και να ανακαλύψουν τον εαυτό τους από την αρχή, έχουν ανάγκη να περάσουν από δυσχερείς συνθήκες, οι οποίες οδηγούν αναπόφευκτα σε στοχασμό και επαναξιολόγηση. Έτσι και η Monica Richards. Σηκώθηκε από τις στάχτες των ως τώρα δυσκολιών της –και δεν ήταν λίγες– και βρίσκεται σε έναν νέο κύκλο δημιουργίας.

Οι απαραίτητες συστάσεις για όσους δεν τη γνωρίζουν: Πέρασε από την πανκ σκηνή στις απαρχές της, μα το όνομα της έμεινε άρρηκτα συνδεδεμένο με ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα του goth και darkwave χώρου, τους Faith And The Muse, από τους οποίους έγινε γνωστή μέσα από την παγανιστική περσόνα και την ιδιαίτερη φωνή της. Εκτός από τραγουδίστρια και συνθέτρια, είναι όμως και συγγραφέας, ποιήτρια, ανθρωπολόγος, γραφίστρια, ζωγράφος και αργυροχρυσοχόος. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζει το δεύτερο σόλο άλμπουμ της με «κωδικό όνομα» InfraWarrior, ενώ η μοίρα της συνεργασίας της με τον William Faith παραμένει μετέωρη –για την ακρίβεια αποφεύγει να τη συζητήσει. Μια πρώτη ιδέα για το επερχόμενο Naiades, λοιπόν, μας δίνει το Strange Familiar EP, στο οποίο περιέχονται τέσσερις νέες συνθέσεις κι ένα ρεμίξ στο αγαπημένο της τραγούδι από τον πρώτο δίσκο, ο οποίος κυκλοφόρησε πριν πέντε χρόνια.

Κάθε άλλο παρά περίεργο είναι το πόσο σκούρα έχει βρει τα πράγματα στη μουσική βιομηχανία η Richards. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κάποιος από μια τέτοια καλλιτέχνιδα, ειδικά αν την έχει πρωτοδεί με κάποιο από τα επιβλητικά της κοστούμια tribal αισθητικής, δεν πρόκειται για κανένα μυστήριο και απόκοσμο άτομο με τουπέ. Αντιθέτως, είναι μια πολύ προσγειωμένη και ταπεινή παρουσία, η οποία δεν φοβάται να εκφράσει ανοιχτά το ποιόν της. Και ποιο είναι το ποιόν της; Αγνός και ασυμβίβαστος άνθρωπος! Και αυτή η διαπίστωση δεν προϋποθέτει πολλές παρτίδες μαζί της για να γίνει –το μυστήριο παραμερίζεται και μόνο από τους στίχους των τραγουδιών της ή με μια ματιά στην προσωπική της ιστοσελίδα. Χωρίς να σημαίνει ότι αυτό το «ανοιχτό βιβλίο» θα αφήσει και κάθε σελίδα του εκτεθειμένη στα μάτια του κόσμου.

Ως InfraWarrior, η Richards έχει προχωρήσει από την εξιστόρηση μύθων παρμένων από διάφορους πολιτισμούς και θρησκείες (ο ρόλος του «βάρδου» που είχε στους Faith And The Muse) στην έκφραση ενδότερων συναισθημάτων και σκέψεων, πάλι με στοιχεία και αναφορές από μυθολογίες –κυρίως την ελληνική αλλά και την ουαλική, λόγω και των μακρινών της προγόνων– χωρίς πλέον να υποδύεται χαρακτήρες. Τα δυο τραγούδια “Armistice” και “The Mighty” αποτελούν φυσική συνέχεια του πρώτου InfraWarrior LP, καθώς μοιάζουν με πολεμικούς ύμνους –και όχι μόνο λόγω του εμπνευσμένου από το πεδίο της μάχης λεξιλογίου. Στο πρώτο άσμα ξεχωρίζει η μπασογραμμή του Steve Niles (ο συγγραφέας του κόμικ 30 Days Of Night), η οποία δίνει ένα...batcave άγγιγμα στη σύνθεση. Στο δεύτερο είναι χαρακτηριστική η ιλιγγιώδης αλλαγή, από μια εξιστόρηση επιπέδου απλής ομιλίας επί 4,5 λεπτά σε μια έκρηξη από τύμπανα, τα οποία συνοδεύουν τη φωνή της Richards για το υπόλοιπο του τραγουδιού. Αυτή η απότομη μεταβολή από την ηρεμία στην ένταση μόνο την αντίστοιχη στο “Reine La Belle” των Faith And The Muse μπορεί να φέρει στο μυαλό. Έπειτα, η αίσθηση του φιλικού και γνώριμου που εσκεμμένα αποπνέει το ομότιτλο κομμάτι του EP, έρχεται να δέσει με τη χορευτική έκδοση του “A Good Thing”, το οποίο προέρχεται από το προηγούμενο άλμπουμ και αποτελεί έναν διάλογο της τραγουδίστριας με τον 5χρονο εαυτό της, για να ταυτιστούν εύκολα όλα τα παράξενα τέκνα εκεί έξω... Και για το τέλος, το “Oreiades” –ένας αυτοσχεδιασμός με αιθέρια φωνητικά και τον συνεργάτη της από παλιά, Paul Mercer, στο βιολί, ηχογραφημένος στις σπηλιές του Κάστρου Cottenau στην Άνω Φραγκονία.

Και σ’ αυτήν την κυκλοφορία περιλαμβάνονται συνεργασίες, λοιπόν, αλλά λιγότερες από την προηγούμενη, όπου συμμετείχαν από τον Matt Howden (Sieben) μέχρι τον Lustmord και τη Jarboe των Swans. Οι guests εδώ περιορίζονται στους προαναφερθέντες Niles και Mercer, καθώς και δυο πρώην μέλη των Scarlet’s Remains/νυν μέλη των Christ vs. Warhol και Deadfly Ensemble: τη Marzia Rangel στο βιολοντσέλο και τον Steven James στις κιθάρες. Υπάρχουν και διάσπαρτα ηλεκτρονικά στοιχεία, παράλληλα όμως διατηρείται κυρίαρχη η παγανιστική οπτική του κόσμου και η εμμονή που έχει η Richards με τη φύση. Όλα επικεντρώνονται στις διακυμάνσεις της φωνής της, από τους ψιθύρους στις κραυγές και τον σχεδόν τελετουργικό ψαλμό. Κάτι νέο, που έχει εισαγάγει στην προσωπική της μόνο δουλειά, είναι μια γερή δόση φεμινισμού και αποφασιστικότητας. Όποιος δε έχει την ευκαιρία να δει και ζωντανά τις παραστάσεις της, θα καταλάβει ότι η «Μούσα» δεν αστειεύεται.

Πάντα λυρική αλλά και αποστομωτικά ειλικρινής η Monica Richards –και σ’ αυτήν την ειλικρίνεια έγκειται η δύναμη της δουλειάς της. Το επόμενο βήμα είναι η επικείμενη ίδρυση της δικής της δισκογραφικής εταιρείας, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η ανανεωμένη και ανεξάρτητη οντότητα που η ίδια επιθυμεί να είναι. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται κατασταλαγμένη, ήρεμη και έτοιμη να παλέψει για αυτά που της ανήκουν. Έχει επιτέλους αποκτήσει αυτοπεποίθηση, λοιπόν, και ο αγώνας της αξίζει, αν μη τι άλλο, να επικροτηθεί. 



 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured