Πόζα, κίνηση, ανέμισμα ξανθιών βοστρύχων (κάποιες φορές με χρήση ανεμιστήρα), εφηβικό ζοριλίκι. Υπερτονίζοντας την πόζα, σ’ αυτά περιόρισε τους Whitesnake ο David Coverdale άπαξ και το Slide It In πούλησε στην Αμερική εκεί στο ξεκίνημα του 1984.
Αν όμως τα καμώματά του μοιάζανε εντός κλίματος στην εποχή των πλαστικοποιημένων MTV ροκ βιντεοκλίπ και του ζενίθ του κομμωτηριέ μέταλ στιλ (αυτό που τότε περιγράφαμε ως μαλλί-γυαλί-και παντελόνι Lee), έντεκα χρόνια μετά την αυγή του 21ου αιώνα φαντάζουν γραφικότητες. Ικανές να συγκινήσουν μόνο όσους (που)ρόκερς νοσταλγούν τα χρόνια που οι ροκομπάρες του αθηναϊκού κέντρου αντηχούσαν από “Here I Go Again” και “Bad Medicine” κι εκείνοι ήταν νέοι, το air guitar εντυπωσίαζε τις βολεϋμπολίστριες της τάξης και δεν χρειαζόταν να μετρούν πόσες μπύρες είχαν πιει γιατί η κοιλιά ήταν φλατ.
Για να αποδώσω πάντως τα του Καίσαρος τω Coverdale, ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι ο άνθρωπος διέθετε φωνάρα και υπήρξε από τα μεγάλα λαρύγγια του σκληρού ροκ. Χρησιμοποιώ παρελθόντα χρόνο γιατί διατηρώ τις αμφιβολίες μου ότι συνεχίζουν να έχουν έτσι τα πράγματα, παρόλο που στο Forevermore τον ακούω ακμαίο και ενίοτε σε μεγάλες φόρμες –λέω ενίοτε γιατί υπάρχουν σημεία όπου ούτε τα υπερσύγχρονα στούντιο του σήμερα δεν μπορούν να κρύψουν τη θαμπάδα της παλιάς αίγλης. Επίσης, σημειώστε ότι, ανεξαρτήτως γούστων, το ενεργητικό των Whitesnake περιλαμβάνει και αξιόλογες κυκλοφορίες (λ.χ. το Live...In The Heart Of The City), ενώ τους διέκρινε πάντα κι ένα ένστικτο υπέρ μελωδίας, γέφυρας και δυναμικού ρεφρέν το οποίο δεν έχασαν ούτε στις μέρες του εμπορικού τους ξεπουλήματος.
Πιστέψτε με, σιχαίνομαι να λέω καλές κουβέντες για τους Whitesnake, όμως είναι αλήθεια: όλα τα προτερήματά τους παραμένουν ζωντανά και δεν αποτυγχάνουν να λάμψουν στο Forevermore (παρεμπιπτόντως, κακός τίτλος, κακό εξώφυλλο). Εδώ μάλιστα έχει μπει και μια ισχυρότερη δόση από μπλουζ επιρροές στο παρασκήνιο –όχι στους ρυθμούς, μα στη στιχουργία και σε κάποια τελειώματα/κοψίματα του Coverdale– η οποία ατσαλώνει περαιτέρω τα τραγούδια. Ο Doug Aldrich (λευκό φίδι από το 2003) έχει ολοφάνερα δώσει στη μπάντα μια νέα ώθηση, όντας όχι μόνο ο κιθαρίστας που χρειάζεται στο πλάι του ο Coverdale, μα κι ένας συνθετικός νους ικανός να συνεισφέρει στην τραγουδοποιία της μπάντας όντας όσο συντηρητικός θέλει ο μέντορας να είναι σε θεματολογία και σε έκφραση (ιδίως στις μπαλάντες) και όσο νεοτερικός χρειάζεται σε θέματα ενορχήστρωσης και παραγωγής. Αν είστε fan εκείνου του ξεφτισμένου, παλιοκαιρισμένου χαρντ ροκ των 1980s θα το απολαύσετε το Forevermore. Δεν θα σας αρέσει απλά, θα το λιώσετε: θα το νιώσετε να κυλάει σαν νεράκι στο στέρεό σας και ούτε που θα καταλάβετε για πότε θα πατήσετε το repeat και θα ακούσετε μέχρι τελικής πτώσης τα “Whipping Boy Blues”, “Love & Treat Me Right”, “Forevermore”, “Steal Your Heart Away”, “Fare Thee Well” και “My Evil Ways”.
Αλλά για μισό λεπτό... Το πρόβλημα με τους Whitesnake δεν ήταν ποτέ το απόθεμα ταλέντου. Το πρόβλημα ήταν η αγκύλωσή τους στο hard rock mainstream της αμερικάνικης αγοράς, η δίψα τους για τα charts, η άνευ όρων υποταγή τους στις μεζούρες τόσο/όσο –ό,τι περιέγραψα παραπάνω με τη λέξη «ξεπούλημα». Κι αυτό είναι ακόμα οι Whitesnake: μια ταλαντούχα μεν, ξεπουλημένη δε ροκ μπάντα, η οποία αδιαφορεί σκανδαλωδώς για οποιαδήποτε εξέλιξη και παλεύει ακόμα με τις ίδιες, κακοφορμισμένες συνταγές. Φτιάχνοντας ένα τυποποιημένα ζόρικο ροκ, ανώδυνο, επιφανειακό, διασκεδαστικό ίσως για πολλούς εκεί έξω μα δίχως κανένα αισθητικό/καλλιτεχνικό εκτόπισμα –τότε το έκαναν για να ανέβουν, τώρα το κάνουν με τον αέρα εμπειρίας των βετεράνων προκειμένου να κινητοποιήσουν το (προσοδοφόρο) κύκλωμα της νοσταλγίας. Στο τέλος της μέρας, το μόνο που μετράει για τον Coverdale είναι τα καταραμένα μπικικίνια.