Αν δεν τους ξέρεις, τους παίρνεις εύκολα για μέταλλα. Λίγο το τευτονικό του ονόματος, λίγο που στραμπουλάς τη γλώσσα σου για να πεις ουρχάιματ, λίγο εκείνο το διακοσμητικό στο εξώφυλλο του παρόντος δίσκου... Τα συμπεράσματα εύκολα βγαίνουν, μα εξίσου εύκολα σκορπίζουν στον άνεμο ως ανοησίες στις πρώτες ηλεκτρονικές νότες του εναρκτήριου “Zeit O”. 

Οι Parzival προέρχονται από τη Δανία (αλλά είναι Ρώσοι) και είναι μια αληθινά ενδιαφέρουσα μπάντα. Όχι ίσως τόσο στη μουσική που παίζει, όσο στον τρόπο με τον οποίον την αντιμετωπίζει –κι ας μην είναι πάντα ευδιάκριτοι οι καρποί αυτής τους της προσέγγισης στο αποτέλεσμα. Δηλώνουν ας πούμε απερίφραστα ότι παίζουν goth (και πράγματι goth παίζουν) δεν έχουν όμως ιδιαίτερη σχέση με ό,τι κατατάσσουμε εκεί τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί η δική τους μουσική προτάσσει την ενέργεια και τη ζωτικότητα και αδιαφορεί για την αλόγιστη παρακμή, για εκείνες τις χαμένες ψυχές και τις ξεστρατισμένες ρομαντικές συνειδήσεις από το δράμα των οποίων και έχουμε πήξει.

Επιπλέον, αυτή η ενέργεια και ζωτικότητα χτίζεται ουσιαστικά και μετρημένα, τηρώντας σαφείς αποστάσεις από τα καμώματα τσίρκου συγκροτημάτων τύπου Combichrist. Τέλος, οι ίδιοι περιφρονούν κάθε έννοια underground και δηλώνουν ευθαρσώς στις συνεντεύξεις τους ότι θα τους ενδιέφερε η μουσική τους να φτάσει να θεωρείται κομμάτι της ποπ. Και προσέξτε πώς το θέτουν, γιατί έχει σημασία: «Η underground μουσική υπήρξε αντανάκλαση κοινωνικών και πολιτιστικών απαγορεύσεων. Τώρα όμως, που κάθε πολιτιστικός περιορισμός έχει αρθεί, ο όρος underground στερείται νοήματος».

Από την άλλη, οι Parzival έχουν αποδειχθεί ήδη από το Blut Und Jordan του 2000 δέσμιοι κάποιων πραγμάτων και τούτο το νέο άλμπουμ δεν τους βρίσκει σε κάποια διαδικασία υπέρβασης. Είναι ας πούμε καταφανώς παιδιά των Laibach, απλά βασίζονται σε λιγότερα ηλεκτρονικά στοιχεία, και εξίσου καταφανώς είναι αδερφή μπάντα των Rammstein, απλά το metal στοιχείο στη δική τους προσέγγιση δεν έχει ιδιαίτερη θέση. Βέβαια, ούτε ανάξιοι απόγονοι των διάσημων Σλοβένων είναι, ούτε και φτωχοί συγγενείς των Γερμανών σούπερ σταρ. Ωστόσο το βιομηχανικό, ηλεκτρονικής κοπής, goth τους με τη μεσαιωνική αισθητική και με τα βαγκνερικής πνοής φωνητικά του Dimitrij Bablevskij μένει τελικά κάπου στη μέση των δύο κατευθύνσεων. Αποβαίνει για μία ακόμα φορά ικανό να στηρίξει μια δισκογραφική κυκλοφορία (ας σημειωθεί ότι οι Parzival δισκογραφούν από το 1994) ικανοποιητική τόσο σε επίπεδο συνόλου όσο και μεμονωμένων στιγμών, όχι όμως ικανό για να εκπλήξει, για να σε κάνει να συναισθανθείς ότι κάτι αληθινά σημαντικό συμβαίνει εδώ.

Ένας καλός, δεμένος μα συντηρητικός δίσκος είναι λοιπόν το Urheimat των Parzival, από εκείνους που μπορεί ακόμα και να αγαπηθούν από τους θιασώτες ενός ήχου (εγώ προσωπικά το παίζω άνετα στο repeat), μα στους υπόλοιπους θα ακούγεται μονότονος και βαρετός. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αλήθεια βρίσκεται όντως κάπου στη μέση –όπως ακριβώς τη θέλει το γνωστό κλισέ...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured