Άρχεται η συνεδρίασις!
Σήμερα εκδικάζεται η υπόθεση του Chazwick Bundick, γνωστού στον χώρο της μουσικής ως Toro Y Moi, εξαιτίας της κυκλοφορίας του δεύτερου άλμπουμ του, Underneath The Pine. Απαγγέλλονται οι κάτωθι κατηγορίες:
1. Συνεργεία στο μουσικό είδος chillwave
2. Κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων ομοϊδεατών του
3. Αλλαγή μουσικής ταυτότητας σε σχέση με την πρώτη του προσωπική δουλειά, Causers Of This
Συνήγορος υπεράσπισης:
Κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι! Μετά την άρνηση του πελάτη μου να υπερασπιστεί τον εαυτό του για τις παραπάνω κατηγορίες, θα ήθελα να μεταφέρω εκ μέρους του μόνο την εξής δήλωση: «Με κάποιον τρόπο έχω αφήσει πίσω τον chillwave ήχο. Όλοι χρειάζεται ν’ ανήκουμε σε ένα είδος. Αυτό βοηθά τους ανθρώπους να σχετίζονται με τη μουσική σου».
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια απόπειρα ορισμού του είδους στο οποίο εντάσσεται ο κ. Bundick. Το chillwave είναι μουσική που ακούγεται από το μαγνητόφωνο ενός εφηβικού δωματίου. Βασίζεται στο συνθεσάιζερ και στις απλές μελωδίες και είναι γεμάτη νοσταλγία για το funk και τη disco των 1980s. Ο Toro Y Moi ακολούθησε πιστά αυτή τη γραμμή στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση (2010) και με την επιτυχία του περιχαράκωσε μια πλευρά των ορίων του είδους. Στη νέα του δουλειά, όμως, έχει προχωρήσει λίγο παρακάτω, ρισκάροντας την ενότητα και τη συνοχή του έργου του προς όφελος του εμπλουτισμένου ήχου. Φλερτάρει με αυτή τη νοητή γραμμή βαδίζοντας πότε κάθετα (“Divina”, “Before I’m Done”) και πότε παράλληλα προς αυτή (“Go With You”, “Still Sound”). Αυτό δε που διαφυλάττει από το πρώτο ως το τελευταίο κομμάτι είναι η ατμόσφαιρα: χαλαρή και ρομαντική, μελαγχολική και νοσταλγική.
Ο Toro Y Moi δεν πιστεύει στα στεγανά της μουσικής. Ψάχνει να βρει τα πατήματά του στον χώρο αυτόν με επιρροές από τους Air και τους Daft Punk, από μουσικοσυνθέτες κινηματογραφικών ταινιών, με δείγματα jazz ήχων και με italo disco ρυθμούς. Με όλα αυτά πειραματίζεται στο Underneath The Pine. Όλα τα παραπάνω στοιχεία διαφοροποιούν έτσι τη δεύτερη από την πρώτη του εμφάνιση, η οποία τον είχε εντάξει (ερήμην του) στην ίδια μουσική οικογένεια με τους Neon Indian, τους Washed Out και τους Memory Tapes. Καλλιτέχνες που, κατά δήλωσή τους, δεν γνώριζαν ο ένας τη δουλειά του άλλου προτού τους συγκεντρώσει το 2009 στο ιστολόγιο Hipsterrunoff ένας blogger με το ψευδώνυμο Carles και προκύψει έτσι το chillwave. Οι βάσεις όλων είναι σαφώς κοινές, αλλά ο Bundick έχει πλέον λοξοδρομήσει ελαφρώς ως προς την τεχνική, η οποία αποδεικνύεται αρτιότερη των υπολοίπων.
Ο Toro Y Moi είναι λοιπόν ένας καλλιτέχνης που δεν επαναπαύεται και προτίθεται να διερευνήσει νέα μονοπάτια. Προς απόδειξη αυτού επικαλούμαι το κομμάτι του “Before I’m Done”, μέσα από το οποίο εκμυστηρεύεται τον φόβο πως δεν θα προλάβει να κάνει πράξη όλα όσα έχει στο μυαλό του πριν πεθάνει. Αυτή η ανασφάλεια ίσως λειτουργεί και ως υπόσχεση.
Εισαγγελέας:
Ολοκληρώνοντας την ακρόαση του συγκεκριμένου άλμπουμ, θα ήθελα να εστιάσω στα μειονεκτήματά του. Βασικό αρνητικό στοιχείο είναι η έλλειψη εκπλήξεων και ανατροπών. Η ομοιομορφία της διάθεσης των τραγουδιών οδηγεί σε μονοτονία. Υπάρχουν κομμάτια (“Got Blinded”, “Light Black”) τα οποία δεν έχουν ξεκάθαρη θέση ανάμεσα στο σύνολο και μοιάζουν εμβόλιμα για να συμπληρωθεί μια ενδεκάδα. Επίσης, οι αναφορές στα εφάμιλλα συγκροτήματα που προαναφέρθηκαν είναι σαφείς –αν και οφείλω να ομολογήσω πως σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για κλωνοποίηση, ούτε καν απομίμηση. Τέλος, οι στίχοι εμπεριέχουν μια εφηβική παρόρμηση, όπου κυριαρχεί η ματαιοδοξία, η απλότητα και οι εφήμεροι προβληματισμοί. Γεγονός που αυτομάτως τους τοποθετεί σε δεύτερο πλάνο.
Ετυμηγορία:
Αν αποδραματοποιηθεί η παραπάνω σκηνή, αποτελεί μια διαδικασία που συντελείται στο μυαλό κάθε ακροατή κάθε φορά που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή μ’ ένα νέο άκουσμα. Αυτό που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι η διάρκεια και η έκταση της ανάλυσης. Πάντως, καθένας βρίσκει λόγους για συνηγορήσει υπέρ του καλλιτέχνη και ατοπήματα για να του προσάψει. Το ζήτημα είναι τι θα υπερισχύσει στην εκάστοτε περίπτωση.
Σε περιπτώσεις όπως του Toro Y Moi, η διαδικασία μπορεί να απλοποιηθεί. Γιατί δεν προβληματίζει τόσο η δημιουργία του καθαυτή, όσο η μουσική κατηγορία στην οποία ανήκε στο ξεκίνημά του. Ο ίδιος κατάλαβε πως δεν μπορούσε να μείνει προσκολλημένος σ’ έναν ήχο που έτεινε να φθαρεί. Δεν θέλησε όμως και να μεταπηδήσει σε ένα άγνωστο μουσικό ύφος, το οποίο θα δημιουργούσε χάσμα σε σχέση με την πρώτη του εμφάνιση. Έτσι, δημιούργησε ένα άλμπουμ φανερά ανανεωμένο αισθητικά αλλά βασισμένο σε γνώριμα πεδία. Και η δομή της δουλειάς του το επιβεβαιώνει: το Underneath The Pine καλωσορίζει τον ακροατή με μια ατμοσφαιρική εισαγωγή (“Intro/ChiChi”) και συνεχίζει με τους μελαγχολικούς disco ρυθμούς του “New Beats”. Στο άλλο άκρο, ολοκληρώνεται με το “Good Hold” και το “Elise”, τα πιο ώριμα τεχνικά και γοητευτικά τραγούδια. Ίσως αυτά να είναι και ο προάγγελος της εξέλιξης του Chaz Bundick.
Το απροκάλυπτα ρετρό εγείρει πάντα κινήματα παρελθοντολαγνείας και τάσεις φουτουρολατρείας. Το θετικό στο Underneath The Pine του Toro Y Moi είναι πως ανήκει και στις δύο πλευρές. Αγαπά τον ήχο μιας κασέτας, του αρέσει να φτιάχνει μια απλή μελωδία με συνθεσάιζερ, συνηθίζει να χρησιμοποιεί φίλτρα. Ταυτόχρονα, όμως, ηχογραφούνται ζωντανά μουσικά όργανα, χρησιμοποιούνται ηλεκτρισμένες λούπες κι επιδιώκεται η ανανέωση. Το κράμα θυμίζει καραμέλα με γεύση μαστίχας: φέρνει στο μυαλό αναμνήσεις, φρεσκάρει την αναπνοή, αλλά την τρως μόνο αν στην προσφέρουν στην αίθουσα αναμονής κάποιου γραφείου. Είχες ξεχάσει πως σου άρεσε, γιατί κάθε φορά σε κερδίζει μια πιο δυνατή γεύση.