Συχνά, ένα βλέμμα είναι αρκετό να «πει» πολλά περισσότερα από την ίδια την ομιλία, ενώ δεν γνωρίζει και σύνορα όπως η γλώσσα του κάθε λαού. Ίσως αυτό να σκεφτόταν και ο Βέλγος Bert Dockx, όταν διάλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο για το ντεμπούτο του με τους Flying Horseman. Άγριο βλέμμα, που από πίσω μπορεί να κρύβει οργή, θυμό, πάθος και ακόμα πιο πίσω, μελαγχολία.
Ο Dockx ανήκει σε εκείνους τους δημιουργούς οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με διάφορα είδη μουσικής (π.χ. τζαζ, πειραματισμό) προτού αποφασίσουν να επικεντρωθούν σε πιο παραδοσιακές φόρμες –και σίγουρα μια τέτοια εμπειρία αποδεικνύεται πολύτιμη σε έναν τραγουδοποιό που μόλις μπαίνει στη δισκογραφία. Η είσοδος λοιπόν στον κόσμο των Flying Horseman ξεκινάει με τη φαινομενικά ήρεμη και ένρινη φωνή του Dockx, η οποία στην πορεία γίνεται ένα με τις αγωνιώδεις αναπνοές του. Παράλληλα, οι «φολκίζουσες» ηλεκτρικές κιθάρες και η στατική μελωδία που κορυφώνεται αργά σε μια πικρή καταιγίδα (“Bitter Storm”), φθάνουν λίγο αργότερα στην υπόγεια ένταση που χτίζουν τα ξερά τύμπανα (“Beats”) πάνω σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, όπου προστίθενται και λίγα αέρινα γυναικεία φωνητικά –με τις κιθάρες να στριγγλίζουν όπως τα φρένα ενός αυτοκινήτου την ώρα που πατάει λάδια.
Στο ίδιο σκοτεινό τοπίο, οι μπαλάντες μοιάζουν περισσότερο με εφιαλτικούς χρησμούς, με τους στίχους να ρέουν στο μυαλό σαν εσωτερικοί μονόλογοι, ενώ μετά έρχεται η σειρά της κυνικότητας και της μελαγχολίας, προκειμένου να φτιάξουν το απροσπέλαστο τείχος του “Climb Up The Wall”. Παραμορφώσεις στις κιθάρες, μελωδικότατα πλήκτρα, τύμπανα/κρουστά και μπάσο, πειραματισμοί σε πειραγμένα μπλουζ μονοπάτια, χρωματισμένα με alt-country και folk αναφορές, ψυχεδελικά περάσματα και μια δόση echo, για τον σαρκασμό, τον φόβο, για «το μυαλό σου που είναι ένα φτερό και για το σώμα σου που είναι μια κατάρα», όπως ψιθυρίζει ο Dockx στο “Feather”, καθώς ονειρεύεται το “Avalanche” του Leonard Cohen.
Το Wild Eyes των Flying Horsemen κλείνει το μάτι σε μια μεγάλη μερίδα κοινού, με εύπεπτα χιλιοπερπατημένα σημεία τα οποία μάλλον θα συγκινήσουν όσους αρέσκονται π.χ. στις μουσικές των Madrugada. Ταυτόχρονα, ωστόσο, το συγκρότημα καταφέρνει σε κάποιες στιγμές να προσεγγίσει και τους πιο απαιτητικούς ακροατές, εκείνους δηλαδή που αγαπούν τη μελωδική μελαγχολία του Nick Drake, τη σκοτεινιά και τον σαρκασμό του Nick Cave (όταν αυτά υπήρχαν), τα παραμορφωμένα riffs του Neil Young και τον λυρισμό του Cohen.