Θα σας απασχολήσω, για αρχή, με κάτι το τεχνικό (σε πρώτη ανάγνωση), ζήτημα όμως αισθητικής στην πραγματικότητα. Κάντε μία βόλτα στη δισκοθήκη σας και με τη μέθοδο «Τροχός της Τύχης» ψαρέψτε 7-8 δίσκους, με μόνη προϋπόθεση να περιέχουν φωνητικά. Πραγματικά δεν έχει σημασία αν είναι αγαπημένοι σας ή αν τους έχετε ακούσει ενδελεχώς.
Διαθέστε κατόπιν κάποια ώρα για να τους ξαναθυμηθείτε, ακόμα και με μία περιληπτική λογική. Πέρα των όποιων υπολοίπων συμπερασμάτων, θα καταλήξετε οπωσδήποτε σε ένα: η φωνή και η τοποθέτησή της έμπροσθεν του μικροφώνου παραμένει σταθερή σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Είτε μιλάμε για το Grace του Jeff Buckley, είτε για το Manafon του David Sylvian, είτε για τον Αρλεκίνο του Τέρη Χρυσού, το διαολεμένο το μικρόφωνο μένει στην ίδια απόσταση. Αλλά στο Mondo Amore της Nicole Atkins, ακούμε μια φωνή που σε κάθε τραγούδι αλλάζει θέση. Πότε δηλαδή τη βρίσκουμε μέσα στα όργανα, πότε ηχεί υπερυψωμένη και πότε είναι κολλημένη και εξομολογητική πάνω στην κάψα του φωνομεταφορέα... Μια πρώτη γεύση από το χάος που κυριαρχεί στον καινούργιο της δίσκο.
Προσπαθώ να καταλάβω τι κάνει εδώ το πιο δροσερό κορίτσι του Νιού Τζέρσεϊ και προβληματίζομαι. Σκέφτομαι ότι από την εποχή του Neptune City, η Atkins άλλαξε δύο φορές τη συνοδευτική της μπάντα. Ακόμα όμως κι αν χαίρομαι που ξεμπέρδεψε με την έκφανση #2 (διότι ο κιθαρίστας της ήταν και (συν)αισθηματικά δεμένος μαζί της και αυτά μόνο σε κακό αποβαίνουν σε επίπεδο ισορροπιών τις περισσότερες φορές), εντούτοις δεν θα έλεγα ότι η καινούργια μπάντα έχει τον κιθαρωδό που χρειάζεται. Γιατί μπορεί η Irina Yalkowsky να τα πηγαίνει μια χαρά στη ρυθμική κιθάρα, αλλά σε επίπεδο σόλων δεν είναι καθόλου ευφάνταστη. Ο ρυθμολόγος βέβαια της υπόθεσης, ονόματι Ezra Oklan, τα καταφέρνει μια χαρά.
Κι αν ωστόσο παραβλέψουμε κάποια εκτελεστικά ζητήματα, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ανάλογο για τα συνθετικά. Ήταν πάντοτε φανερό ότι η Atkins έχει επηρεαστεί από ποικίλα ηχητικά ρεύματα, κάτι που έκανε τις καταθέσεις της απολαυστικές. Και ξέρουμε, από το Neptune City, σε πόσο ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις μπορεί να στραφεί ένα τόσο πολύτιμο (στις βάσεις του) μείγμα. Όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν το Neptune City και παρά την αναμφισβήτητη ποιότητα της φωνής και της μουσικής της, η Atkins δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα μικρά ιντελεκτουάλ κλαμπ και τις σχοινοτενείς τουρνέ. Και τώρα, στο Mondo Amore, προσπαθεί να γυρίσει στις παρέες που την ανέθρεψαν και να μπολιάσει επιτυχώς τη soul με τη νεοϋορκέζικη τρέλα και τις τσιταρισμένες (με φυσική λάμπα και όχι κουτιά fuzz) κιθάρες με ένα από τα καλύτερα λαρύγγια των Η.Π.Α. στα τελευταία 15 χρόνια. Έλα όμως που κάτι τέτοιο απαιτεί χρυσές ισορροπίες... Και ο υποβιβασμός από το μεγαθήριο της Sony στην αναπτυσσόμενη μεν, μικρότερων δυνατοτήτων Razor & Tie δεν βοηθάει. Η Nicole Atkins δεν ακούγεται πια στην Ευρώπη και στην Αμερική δεν παλεύεις την Kate Perry, τη Duffy και λοιπές γυναικείες δυνάμεις του γυναικείου ουλαμού με γκράδες και γιαταγάνια –πόσο μάλλον όταν έχεις πολλές περισσότερες συνισταμένες ήχου από τις προαναφερθείσες κυρίες.
Αυτή ακριβώς η φουρκέτα είναι το Mondo Amore στην καριέρα της Atkins. Και το εκπληκτικό εξώφυλλο, με τη σημειολογία της ενατένισης του μέλλοντος μέσα από το παρελθόν, είναι καίριο –πέρα από την εικαστική του σκοπιά. Ασχέτως αν δεν πέτυχε το πείραμά της, η Atkins προσπαθεί (ενίοτε με garage κιθάρες) να παραδώσει στίχους οι οποίοι έχουν σαφώς πολλά περισσότερα κλαδιά από τον απλό κορμό που τα συγκεκριμένα έγχορδα (με τους συγκεκριμένους χειριστές) μπορούν να αποδώσουν. Στον προηγούμενο δίσκο η επιθετικότητα, η τσαχπινιά, ο οδυρμός, ο ουμανισμός, η βιωματικότητα είχαν το καθένα τους και καθαρή θέση αλλά και με κάποιο ποσοστό μέσα σε μία έξυπνα ομογενοποιημένη παραγωγή. Στο Mondo Amore, όμως, ακούμε θραύσματα όλων αυτών και ψηφίδες που δεν ενώνονται ποτέ τελικώς σε μία εικόνα. Λείπει χαρακτηριστικά ο Σουηδός άρχων της κονσόλας Tore Johansson, ο οποίος στο Neptune City όχι μόνο τακτοποιούσε αλλά και ενοποιούσε τις διαφορετικές συντεταγμένες επιρροών της Atkins σε ένα ευρωπαϊκό χαρμάνι που λάτρευε τη χρυσή εποχή της Motown και παράλληλα τα πρώτα χρόνια των 1970s.
Και το μεγάλο βάρος το φέρει, εκτός της ίδιας της Atkins και της κρίσης της, ο παραγωγός Phil Palazzolo. Όπως ο ίδιος δήλωσε απερίφραστα (και με παρρησία) σε σχετικό με ηχοληψία site, προσπάθησε να δώσει μια live αίσθηση στον δίσκο. Κάτι όμως που είχε σαν αποτέλεσμα να μην ακούγονται οι εσωτερικές διαδρομές των στίχων αλλά και της φωνής της Atkins. Την οποία τοποθετεί –για να επιστρέψω και στην αρχική μου παρατήρηση– σε διάφορες αποστάσεις από το μικρόφωνο, πειραματιζόμενος (όπως ο ίδιος παραδέχτηκε) για να πετύχει διαφορετικά αποτελέσματα. Στην πλάτη της Atkins βρήκες βρε παλικάρι μου να τα κάνεις αυτά; Τουτέστιν, η φωνή της τελευταίας επιβιώνει στο Mondo Amore μόνο και μόνο επειδή διαθέτει ποιότητα από μόνη της, όχι χάρη στις επιλογές του παραγωγού της. Τραγικό παράδειγμα το τραγούδι “This Is For Love”, όπου, εκεί που το γρέζι της καψαλίζει το μικρόφωνο, ο Palazzolo πετάει από πίσω την υπόλοιπη (αντρική) μπάντα να τραγουδάει με χάρη Αρσακειάδας που μόλις γνώρισε τον πρώτο της αγαπητικό στον Βάρσο της Κηφισιάς...
Και γενικότερα, όμως, υπάρχει μια περίεργη λογική εκ μέρους της παραγωγής, η οποία παραπέμπει σε δίσκους της Suzanne Vega και της Cindy Lee Beryhill (παιδιά αμφότερες του αστικού underground), στα σημεία εκείνα των πορειών τους όταν βρίσκονταν με το ένα πόδι στις ρίζες τους και με το άλλο προσπαθούσαν για το μεγάλο άλμα προς τη δημοτικότητα. Αλλά η Atkins ήταν ήδη εκεί, επομένως χρειαζόταν διαφορετικό πανί προς πλεύση, μαλακές και έξυπνες κινήσεις όχι ψευτοδηλώσεις ανεξαρτησίας. Και δυστυχώς σε τέτοιες αρκέστηκε στο Mondo Amore, ακόμα κι αν τελικά το χρεώσουμε στον Palazzolo και όχι στην ίδια. Εκείνος θα ξαναβρεί μουσικάντηδες να οδηγήσει. Η μικρή από το Νιού Τζέρσεϊ, όμως, μπορεί να μην ξανακάνει δίσκο μετά από αυτόν –όχι τουλάχιστον εκείνον που θα μπορούσε με εφόδιο το Neptune City. Μακάρι να βγω λάθος. Ο (όποιος) θεός και ο (συγκεκριμένος) αρχισυντάκτης, ξέρουν πόσο λάθος θα ήθελα να αποδειχθώ…