Ο θεσμός της ECM (γιατί περί θεσμού πρόκειται) έχει φανατικούς σαράντα-κάτι χρόνια τώρα. Κι απ’ την καλή, κι απ’ την ανάποδη και μάλιστα για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Οι μεν λατρεύουν τον άγκρουβο/μίνιμαλ/σχεδόν ζεν ήχο της εταιρίας, ο οποίος λειτουργεί ως αισθητική ομπρέλα σε όλες τις κυκλοφορίες της –ένα καταφύγιο οικειότητας. Οι δε, πέραν του γνωστού κατηγορητηρίου περί ακαδημαϊκής προσέγγισης, δεν μπορούν να αποδεχθούν την υπαγωγή της ατομικής καλλιτεχνικής έκφρασης σ’ ένα προκαθορισμένο σετ αισθητικών κανόνων. Είναι ζήτημα οπτικής; Δεν είμαι σίγουρος. Αντίθετα, καταθέτω ενυπόγραφα πως το Quiet Inlet των Food στέκει ως πεδίο δόξης λαμπρό για την εν λόγω αντιπαράθεση.

Την εποχή που οι Food μετρούσαν τέσσερα μέλη (Iain Ballamy, Arve Henriksen, Thomas Stronen, Mats Eilertsen), επιδίδονταν σε ηλεκτροσχεδιασμούς ευρωπαϊκής jazz λογικής, παίζοντας με τα όρια. Συνήθως τα προκαλούσαν, δίχως όμως να ξεχνούν την ύπαρξη του ακροατή στην εξίσωση. Σήμερα, με δυο εναπομείναντες απ’ το αρχικό σχήμα (Ballamy και Stronen, σε σαξόφωνο και ντραμς αντίστοιχα), λίγο πριν το μαχαίρι στα αυτοσχεδιαστικά μέρη, γλύκα και κάργα λιτότητα στους τρόπους τους, άντε να πείσεις το αντι-ECM ακροατήριο πως δεν τους ευνούχισαν οι Γερμαναράδες... Κατανοητό και ως ένα σημείο δεκτό, με απαραίτητη υποσημείωση πως οι Food έφτασαν σε τούτο το σημείο κατόπιν δεκάχρονης και βάλε διαδικασίας –όχι σε μια νύχτα. Απ’ την άλλη, δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις απ’ το μυαλό του ECM-λάτρη, πως ο μπούσουλας της εταιρίας λειτούργησε απελευθερωτικά, με αποτέλεσμα ένα πεντάμορφο άλμπουμ. Ισχύει και τούτο. Το έλλειμμα περιπέτειας όμως;

Αλλά ας μην πέσουμε στη λούμπα του δυισμού και στα παρελκόμενα του. Υπάρχει κάμποσος χώρος στο ενδιάμεσο… Αρκετός για την τρομπέτα του Nils Petter Molvaer και για το λαπτοκίθαρο του Fennesz, πέραν της πυρηνικής παρουσίας των Ballamy και Stronnen. Τα ντραμς του τελευταίου ελαφροπατούν αναδεικνύοντας τις αντηχήσεις τους, αναλαμβάνουν τον ρόλο της ήρεμης δύναμης προώθησης, γκρουβάρουν ευγενικά, γεμίζουν ή τονίζουν τη σιωπή. Ο τύπος είναι μάστορας απ' τους λίγους... Τα δε πνευστά, συμπλεκόμενα ή κατά μόνας, συνήθως φυσάνε μελωδικές γραμμές «γκαρμπαρεκικής» αισθητικής, σαν μητρικά χάδια, ενώ καμιά φορά φέρνουν τη free βόλτα τους δεμένα με ηχητικό σπάγκο –για να μην λοξοδρομήσουν ανεπιστρεπτί απ' το μονοπάτι της μελωδίας. Όσο για την κιθάρα του Fennesz... Αν δεν με γελούν τ' αυτιά μου, αυτή μένει στη θήκη της. Ο Αυστριακός σφηνώνει ηλεκτρονικές λεπτομέρειες, όπου κρίνει απαραίτητο, προσθέτοντας αποχρώσεις στην παλέτα υφών του άλμπουμ.

Ο πλούτος αυτών των τελευταίων, τα καθάρια παιξίματα, η προσεχτική ηχητική τοποθέτηση των πάντων στη χωροταξία του Quiet Inlet, η εξισορρόπηση μεταξύ ακουστικού και ηλεκτρονικού, φτάνουν και περισσεύουν για να παραμερίσουν επιμέρους γκρίνιες και ενστάσεις. Πέραν κάποιων λίγων περιπτώσεων ηχητικών απλωτών, στέκεσαι και απολαμβάνεις. Τούτη τη φορά η περιπέτεια μπορεί να περιμένει...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured