Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ποτέ περίπτωση να πέσει στα χέρια μας καινούργιος δίσκος του Steve Wynn –ή και οποιασδήποτε άλλης μπάντας στην οποία κατά καιρούς εμπλέκεται, εδώ που τα λέμε– και να αποφανθούμε ότι πρόκειται, τελικά, για μέτρια δουλειά. Κι αυτό επειδή, με κάποιον μαγικό τρόπο, που δεν μας έχει αποκωδικοποιηθεί μετά από τριάντα οσονούπω χρόνια στα οποία παρακολουθούμε το καλλιτεχνικό ζιγκ ζαγκ της πορείας του (συν τις αμέτρητες φορές που τον έχουμε δει live), δεν βγάζει ποτέ μέτριους δίσκους. Θέλω να πω, οι μέτριοι δίσκοι του Steve Wynn είναι οι πολύ καλοί δίσκοι των άλλων. Αν υποθέσουμε δηλαδή ότι βγάζει μετριότητες, που δεν βγάζει...

Αν πάσχει από κάτι το Northern Aggression, το τρίτο στούντιο άλμπουμ του με τη μπάντα την οποία έχει επιλέξει να τον συνοδεύει αυτή την εποχή, τους Miracle 3, είναι το déjà vu που το διακατέχει. Χαίρω πολύ θα μου πείτε, τώρα το κατάλαβες ότι ο θαυμάσιος αυτός άνθρωπος και μουσικός έχει ένα στυλ και κινείται εδώ και δεκαετίες στα πλαίσια που εκείνο του επιτρέπει; Φυσικά και όχι, οφείλω όμως να το επισημάνω ευθύς εξαρχής για να ξεμπερδεύουμε με όσους παραπονεθούν για την αέναη επανάληψη των americana ροκ μοτίβων τα οποία υπηρετεί τόσα χρόνια ο καλός μας φίλος. Ναι, τα έχουμε ξανακούσει όσα περιέχονται εδώ και το αποτέλεσμα κινείται στα επίπεδα όπου ανέκαθεν τα συναντούσαμε. Τίποτα έτσι δεν προξενεί έκπληξη στο Northern Aggression των Steve Wynn & The Miracle 3, ούτε καν το αταίριαστο για το είδος της μουσικής εξώφυλλό του.
     
Ωραία λοιπόν, αφού τελειώσαμε με τα παραπάνω, ας προχωρήσουμε στα περαιτέρω, όσα έχουν να κάνουν με το πώς τα καταφέρνει ο μπαγάσας κι ακούγεται σχεδόν ίδιος τόσα χρόνια τώρα και –παρ’ όλα αυτά– κάθε νέα του κυκλοφορία αποδεικνύεται καλοδεχούμενη. Κι όχι μόνο αυτό, σχεδόν ανυπομονούμε να την πάρουμε στα χέρια μας και να ακούσουμε το αγέραστο ροκ που κάθε φορά έχει να μας προσφέρει. Σαν γνήσιος κληρονόμος της μουσικής περιουσίας ενός Neil Young για παράδειγμα, ο Wynn ξέρει πώς να ελίσσεται ανάμεσα στις καθιερωμένες φόρμες και στους ήχους ενός παρελθόντος που δεν λέει να φύγει (ας είμαστε ρεαλιστές), καταφέρνοντας να δίνει τραγούδια τα οποία –ακόμη κι αν δεν καινοτομούν– ξέρουν πώς να φέρνουν ένα φρέσκο άρωμα και μια γεύση από τις τρέχουσες τάσεις του αμερικάνικου ροκ σκηνικού.

Αξιοσημείωτη στιγμή είναι το “Colored Lights”, στο οποίο μπορείτε να θαυμάσετε τι είναι εφικτό να γίνει αν πάρεις το “Teen Αge Riot” των Sonic Youth κι επιλέξεις να το μετασχηματίσεις σε αποφορτισμένο ρόκερ ή το “St. Millwood”, μία εύθραυστη μπαλάντα με υπέροχη pedal steel κιθάρα. Κατά τα λοιπά, οι κιθάρες βρίσκονται σε μόνιμα ελεγχόμενο παροξυσμό, το ίδιο και η ερμηνεία του Wynn, που είναι πάντοτε τόση όση, και το αποτέλεσμα είναι διαρκώς αξιόλογο.

Ο Steve Wynn βρίσκεται στην εμπροσθογραμμή της γενιάς του. Ακόμη κι αν δεν βγάζει τη γοητευτική αλητεία μιας νεαρής νεοϋορκέζικης παρέας ή τον εκλεκτικό παλμό ενός διαβασμένου σχήματος από το Σικάγο, έχει κάτι το οποίο εξακολουθεί να μας αφορά με έναν διαφορετικό τρόπο από όλους τους παραπάνω, τους πρώην και τους επόμενους. Έχει μπει λοιπόν σε μία κατηγορία που τον φέρνει δίπλα στους REM και στον Tom Petty, με όλα τα καλά και τα κακά που κάτι τέτοιο συνεπάγεται –και όλα τα καλά θα τα βρείτε στα έντεκα κομμάτια του Northern Aggression. Όσο για το κακό μέρος της εξίσωσης; Του χρόνου θα βγάλει ξανά τον ίδιο δίσκο. Και πάλι όμως θα μας αρέσει!

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured