Αναλογικά –ολίγον απλουστευτικά, μα διόλου τυχαία– το Barking για τους Underworld φιλοδόξησε να γίνει ό,τι υπήρξε το Republic για τους New Order. Σε δυο λόγια, η ζυγισμένη ποπ απενοχοποίηση του κατασταλαγμένου ηχητικού τους κώδικα. Ή, σε λίγο περισσότερα, το άνοιγμα του ήχου τους στους (πάρα) πολλούς και όχι η προσέλευση αυτών των πολλών στον ήχο τους –παρόμοιο αποτέλεσμα σε επίπεδο αριθμητικής αποδοχής, εντελώς διαφορετική δημιουργική διαδικασία.
Με μια σημαντική διαφορά, όμως, η οποία ξεχωρίζει τον αναβιωτή απ’ τον δημιουργό του «εδώ και τώρα». Διότι άλλο να επιχειρείς αυτή τη διάνοιξη στον καιρό της, αν θέλετε και υπό τη μορφή πρότασης, κι άλλο να επιστρέφεις δυο (clubbing) δεκαετίες πίσω, ανασύροντας τους συναισθηματισμούς σου, για τους κλείσεις έπειτα σε τεχνολογικά εκσυγχρονισμένο πακέτο μετά του απαραίτητου φιόγκου –αυτός ο τελευταίος δεμένος με κόμπους Paul Van Dyk και Appleblim, μεταξύ άλλων.
Αλλά, μιας και πιάσαμε τους συναισθηματισμούς. Εδώ μέσα φύονται κομμάτια ξεκάθαρης single φύσης (άκουγε τα εισαγωγικά “Bird 1” και “Always Loved A Film”) τα οποία έχω ήδη τιμήσει (έφηβος της δεκαετίας του ενενήντα γαρ) αρκετές δεκάδες φορές, ανεξαρτήτως τόπου και περίστασης. Το πρώτο δομημένο πάνω σε τυπικό Underworld μπιτ φωτοσκιάσεων, άνευ των γωνιών. Το δε δεύτερο κάργα ευφορικό και ανοιχτοχέρικο, με τις house νύξεις του και τις «can you feel it?» σφήνες (στα όρια της πλαστικούρας). Κι ένα τρίτο μια κατηγορία μόνο του: το “Moon In Water”, που πίσω απ' το καθρέφτισμα του φεγγαριού στο νερό αναγνωρίζει την υπαρξιακή ανάγκη της (ερωτικής) σχέσης. Την ίδια στιγμή που το νερό αναδεικνύει τη φωτεινότητα του φεγγαριού, το φεγγάρι αποκρίνεται τονίζοντας την καθαρότητα του νερού. Μονάχο του το καθένα απλά υπάρχει, μαζί ζουν. Υπό τη σκέπη θηλυκού (βεβαίως) spoken word και mid tempo χτύπων οι οποίοι ανασκαλεύουν, αν όχι χρησιμοποιούν, τη ζέση του club την περίοδο όταν ο χώρος έφτασε στην κορύφωσή του ως φορέας ανθρώπινων σχέσεων –κι όχι lifestyle σάχλας.
Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέμαι για τον τύπο και για την ένταση της επίδρασης τούτου του χαρακτηριστικού τρίο, σε αυτιά δίχως ηχητικές (κι όχι μόνο) αναμνήσεις σαν τις δικές μου. Τουτέστιν, τι θα συμβεί όταν βγει απ’ την εξίσωση το κεντρικό μέρος της αλληλουχίας ηχητικό ερέθισμα-ανάμνηση-συναίσθημα; Πιθανολογώ, μονάχα αυτό μπορώ να κάνω άλλωστε, πως το τελικό αποτέλεσμα θα είναι κοντινό ανεξάρτητα απ' τη διαδρομή του καθενός προς αυτό. Και τούτο γιατί η γυμνή γραφή του ντουέτο των Underworld, πέραν της κατεύθυνσης του ήχου όσο αφορά τεχνολογία, παραγωγή και λοιπά ηχοπλαστικά, διαθέτει ακόμα κάτι απ' την ουσία των μεγάλων μαστόρων του Νησιού –έστω και μερικά απομεινάρια διάσπαρτα στη ροή του άλμπουμ.
Απομεινάρια που, ενώ σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν νέες αναμνήσεις –θέλει περιπέτεια κάτι τέτοιο, παρέα με λίγο κίνδυνο– είναι πολύ πιθανό να προσφέρουν ηχοσωματικές ανατάσεις μερικών λεπτών δίχως προαπαιτούμενα ηλικιακής τοποθέτησης.