Η δισκογραφική επιστροφή των Oceansize στα τέλη του 2010 με το Self Preserved While The Bodies Float Up ήρθε να συνεχίσει ένα σερί αρκετά ενδιαφερόντων και ηλεκτρικά φορτισμένων κυκλοφοριών, μπολιασμένων με prog τραγουδοποιία ηφαιστειακής ενεργειακής απελευθέρωσης, με heavy rock στιγμές που ντροπιάζουν μέχρι και αντίστοιχες αμερικάνικες μπάντες και με αρκετές δόσεις εσωστρεφούς και πολυεπίπεδου shoegaze.

Με την τέταρτη αυτή κυκλοφορία τους, οι Oceansize επιχειρούν να αναπτύξουν ακόμα περισσότερο όσα διαφοροποιητικά στοιχεία τους καθιστούν μοναδικούς στη σύγχρονη βρετανική σκηνή –κάτι όμως που τελικά καταφέρνουν μονάχα εν μέρει, μένοντας μακριά από τα επίπεδα έμπνευσης του ντεμπούτο τους Effloresce (2003). Ο τρόπος που εκείνος ο δίσκος ενσωμάτωνε ηλεκτροφόρα κιθαριστικά κρεσέντο από τρεις διαφορετικές (εξάχορδες) πηγές σε άνω των έξι λεπτών alternative rock μεγαθήρια δυστυχώς δεν επαναλήφθηκε στον ίδιο εντυπωσιακό βαθμό ούτε στα Everyone Into Position και Frames τα οποία ακολούθησαν –παρά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

Εδώ λοιπόν η πεντάδα από το Μάντσεστερ, προς τιμήν της, επιχειρεί να μην παραμείνει ηχητικά στάσιμη, γι’ αυτό και στρέφεται προς τη doom ριφολογία (“Part Cardiac”), προς το ευφυές εναλλακτικό ροκ (“SuperImposer”), προς ωμής λογικής ταχύτατες ρυθμικές εναλλαγές (“Build Us A Rocket Then...”), αλλά και προς τζαζοειδείς, ονειροπόλες μελωδίες (“Oscar Acceptance Speech”). Και όλα αυτά μέσα στο πρώτο κιόλας εικοσάλεπτο, απομακρυνόμενη από τις progressive διαθέσεις και επικεντρωνόμενη στην περίτεχνη απόδοση της ξεχωριστής της δυναμικής, χωρίς να πλατειάζει ή να χάνει momentum.

Δεν είναι όμως αυτή όλη η αλήθεια για το Self Preserved While The Bodies Float Up. Αρκεί το τρίλεπτο ορχηστρικό outro του “Oskar Acceptance Speech” για να προϊδεάσει για το επόμενο μισάωρο, στο οποίο οι Βρετανοί επιλέγουν να βουλιάξουν μέσα στο ίδιο τους το συλλογικό υποσυνείδητο. Με την φωτεινή εξαίρεση του “Its My Tail And I'll Chase It If I Want To” –το οποίο επαναφέρει στο προσκήνιο τις δυνατές κιθάρες για τρεισήμισι λεπτά– όλα τα υπόλοιπα τραγούδια αποτελούν μια άσκηση ύφους σε ένα εντελώς αφαιρετικό επίπεδο χαμηλών τόνων και έλλειψης οιασδήποτε αξιομνημόνευτης μελωδίας.

Τι και αν οι Oceansize επιστρατεύουν κλασικά έγχορδα και επιχειρούν να συντάξουν διακριτικούς μα συνάμα πολυεπίπεδους διαλόγους μεταξύ του μπάσου και των τριών κιθάρων... Οι εν λόγω συνθέσεις έρχονται σε απόλυτη αντιδιαστολή με το πρώτο μέρος του δίσκου, αφαιρώντας την πρωτόγονη ενέργεια αυτού και εκμηδενίζοντας το ενδιαφέρον του ακροατή, αφού δεν καταλήγουν ποτέ σε κάποια κορύφωση. Όσο και αν ο Mike Vennart προσπαθεί να δράσει καταπραϋντικά στο μικρόφωνο επιστρατεύοντας την εύπλαστη φωνητική του ικανότητα σε ρυθμούς με αργό τέμπο, δεν βοηθάει στιγμή το μουσικό μέρος να ακουστεί λιγότερο βαρετό. Παρότι κατά στιγμές η φωνή του αιωρείται πάνω από τις νότες, το συνολικό αποτέλεσμα παραμένει λειψό.

Καταλήγοντας (και παραβλέποντας τη συμπάθεια που τρέφω για τους Βρετανούς) θα έλεγα πως, στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με μία κλασική περίπτωση δίσκου δύο ταχυτήτων, ο οποίος αποτυγχάνει να αποδώσει ακόμα και σε έναν οπαδό την ευχαρίστηση που έκρυβαν οι προηγούμενες δισκογραφικές προσπάθειες της μπάντας. Όταν οι Oceansize επιλέγουν να ανεβάσουν στροφές ακούγονται εντυπωσιακά φρέσκοι και δύσκολα μπορεί κάποιος να τους αντισταθεί. Μα όταν βυθίζονται στην εσωστρέφεια, η γοητεία τους εξανεμίζεται γοργά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured