Για ακόμα μία φορά στη μακρόχρονη καριέρα του, ο Ketil Bjornstad φαίνεται πως την έφερε στους τζαζ κριτικούς. Ή, έστω, σε όσους, ορμώμενους από τζαζ ακούσματα, επιχείρησαν να αρθρώσουν γνώμη για το πρόσφατο πόνημά του, Remembrance.

Ξεκινάω από μια τέτοια επισήμανση, γιατί είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Νορβηγό δημιουργό και το έργο του –τόσο με το εν λόγω άλμπουμ, όσο και με το σύνολο σχεδόν της δουλειάς του. Αντιμετωπίζεται δηλαδή ο Bjornstad ως σύγχρονη ευρωπαϊκή τζαζ ή κινούμενος στις παρυφές αυτής, τη στιγμή που είναι ένας κλασικός πιανίστας, εντασσόμενος στο ρεύμα του νεοκλασικού ρομαντισμού. Αυτό το πνεύμα υπηρετούσε και υπηρετεί και κανείς δεν θα έπρεπε να μπερδεύεται επειδή κάποιοι τον τοποθετούν παρέα με όσους συμπατριώτες του ηχογραφούν τζαζ για την ECM ή, ακόμα περισσότερο, επειδή αρέσκεται να εξερευνά τι μπορεί να συμβεί στα όρια του «είδους» που εκπροσωπεί.

Μιας τέτοιας εξερευνητικής αποστολής ηγείται λοιπόν και στο Remembrance ο Ketil Bjornstad και αποτελεί έτσι λάθος να κρίνεται η σύμπραξή του με τον σαξοφωνίστα Tore Brunborg και τον ντράμερ Jon Christensen με όρους τζαζ τρίο –και υπό το πρίσμα επομένως της γνωστής συζήτησης για την εξάντληση των ορίων αυτών, το οποίο ώθησε κάποιους να βρουν το Remembrance «βαρετό». Από την άλλη, ασφαλώς και δεν καινοτομεί εδώ ο Bjornstad. Καινοτομεί για τα δικά του δεδομένα, γιατί είναι από τους συνθέτες εκείνους που έχουν γενικά αποφύγει τις συμπράξεις με το σαξόφωνο. Πυξίδα της εξερεύνησης καθίσταται έτσι περισσότερο η προσωπική ματιά των τριών  μουσικών στα όργανά τους και ο προσωπικός ήχος τους, παρά το τελικό αποτέλεσμα: αν μη τι άλλο, έχουμε ακούσει πληθώρα δουλειών στα όρια της κλασικής μουσικής και της αυτοσχεδιαστικής τζαζ. Και είναι αλήθεια πως το Remembrance δεν θα καταλάβει κάποια περίοπτη θέση σε αυτό το δημιουργικό σύμπαν. Άνετα ωστόσο καπαρώνει ένα κάθισμα στην πτέρυγα των δίσκων του ύφους που αποτιμώνται ως καλοί στα πλαίσια της ιδιοσυγκρασιακής τους μοναδικότητας.

Θέλω να πω με κάτι τέτοιο ότι το πιάνο του Bjornstad εκπέμπει μια δική του θαλπωρή και ανάλογα επίθετα μπορούν να συνοδεύσουν τις επιδόσεις των Christensen και Brunborg: ο πρώτος εντυπωσιάζει ξανά με την ελλειπτική του λογική στα τύμπανα, που επιχειρεί να αναδείξει δυναμικές αντιστρέφοντας τη φυσική δυναμική των κρουστών, ο δε δεύτερος αναδεικνύει ένα αυτοσχεδιαστικό ταλέντο που με τον χρόνο δείχνει να γίνεται όλο και ουσιαστικότερο, έστω κι αν οι λογικές του παραμένουν εμμονικά σκανδιναβικές. Ως αποτέλεσμα, η ενδεκαμερής σουίτα του Remembrance συγκροτεί ένα δεμένο σύνολο, το οποίο αφήνει όμως περιθώρια λάμψης και σε ορισμένες ατομικότητες –λ.χ. το III, το VIII, το X ή το XI.  

Συμπερασματικά, δεν πρόκειται για τον καλύτερο δίσκο που μπορείτε να αναζητήσετε στο πλέγμα ηχητικής έκφρασης όπου εντάσσεται κι ούτε καν βέβαια μιλάμε για τον καλύτερο δίσκο του Ketil Bjornstad εντός ή εκτός ECM. Ωστόσο, αν σας ενδιαφέρει μια καλή δουλειά σύγχρονης κλασικής μουσικής που κλείνει με νόημα το μάτι στον αυτοσχεδιασμό, θα σας ικανοποιήσει πλήρως.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured