Τι στην ευχή είναι στην πραγματικότητα οι Deerhoof; Μια indie μπάντα με «φιλελεύθερες» ανησυχίες; Μια πολύχρωμη ποπ πρόταση ντυμένη με πειραματικά στοιχεία, για το εναλλακτικό της υπόθεσης; Ή μια ανήσυχη μουσική αποδόμηση, όπου η εκτελεστική βιρτουοζιτέ και η συνθετική αναρχία συναντούν την πιο ευαίσθητη πλευρά του καλλιτέχνη; Εν μέσω πλήθους ακροάσεων του Deerhoof vs Evil η αλήθεια είναι πως τείνω να καταλήξω στο τελευταίο. Αλλά, ταυτόχρονα, βρίσκω τον εαυτό μου να ανασκευάζει ταχέως την άποψή του ακόμα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα –πόσο μάλλον κατά τη διάρκεια ολόκληρου του νέου δίσκου των Καλιφορνέζων.
«Ενάντια στο Κακό», λοιπόν, δηλώνουν στο ενδέκατο δισκογραφικό πάτημά τους οι Deerhoof και βάζουν τα δυνατά τους για να εντυπωσιάσουν τον ακροατή, επανασυστήνοντας εαυτούς στην αυγή της νέας δεκαετίας. Αρχικά, πέτυχαν να δημιουργήσουν ένα πλάγιου τύπου hype, προλογίζοντας τον δίσκο με ένα έξυπνο τρικ ονόματι «global album leak» –από αυτά τα ζουμερά κόλπα τα οποία λατρεύουν οι indie κύκλοι. Παρουσιάζοντας λοιπόν τα τραγούδια του vs Evil ξεχωριστά σε διάφορα sites στο διαδίκτυο σε εβδομαδιαία συχνότητα και καθοδηγώντας τους φίλους τους μέσω ενός παγκόσμιου χάρτη από την κεντρική σελίδα του δικού τους ιστότοπου, κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν σχετικό ντόρο γύρω από το νέο αυτό άλμπουμ. Άριστη η επικοινωνιακή πολιτική των Deerhoof, λοιπόν. Όπως και άριστη παραμένει η αίσθησή τους απέναντι στις δαιδαλώδεις art pop συνθέσεις με τις οποίες μας έχουν συνηθίσει να πολιορκούν τα στεγανά της διεθνούς εναλλακτικής μουσικής σκηνής.
Στο vs Evil οι Deerhoof αναδομούν, για ακόμα μία φορά, τις νεο-ροκ φόρμες και κατασκευάζουν μια ντουζίνα νευρικών ηχητικών παζλ, με μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς τη ζαχαρένια ποπ ερμηνεία της βοκαλίστριας του γκρουπ, Satomi Matsuzaki. Αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται και η βασική μου ένσταση, καθώς τα φωνητικά της τελευταίας δρουν σαν δίκοπο μαχαίρι για τον ήχο που, καιρό τώρα, παράγει η μπάντα. Ναι μεν αποτελούν αντίβαρο στον πανζουρλισμό που τους χαρακτηρίζει, ταυτόχρονα όμως εμποδίζουν το σύνολο των συνθέσεων να αποκτήσει μια πιο αιχμηρή δυναμική –ενώ στα επιπλέον μείον μπαίνει και η στιχουργική απλοϊκότητα. Τουλάχιστον οι ικανότητες της Matsuzaki στο μπάσο, όσον αφορά στην αντίληψη του ρυθμού από μέρους της, αντισταθμίζει σε έναν βαθμό τις παραπάνω αδυναμίες.
Greg Saunier, Ed Rodriguez και John Dieterich, από την άλλη, κόβουν και ράβουν στους τομείς τους παράγοντας τραγούδια ενορχηστρωμένα με τρόπο που να αποσυντονίζει –με την καλή έννοια– τον ακροατή, πάντα σε μικρές δόσεις (μάξιμουμ τρεισήμισι λεπτά διάρκεια), βουτηγμένα σε σύντομους κιθαριστικούς παροξυσμούς, ενώ λεπτές στρώσεις από σύνθια και διαρκείς ρυθμικές εναλλαγές συμπληρώνουν την εικόνα. Κορυφαίες στιγμές σε τούτη την προσπάθεια, το σχιζοφρενικό instrumental “Let's Dance The Jet”, το φασαριόζικο “The Merry Barracks”, το κρυστάλλινο “Super Duper Rescue Heads” και το rock ‘n’ roll “Secret Mobilization”, τα οποία και κρατούν το cult indie προφίλ της μπάντας ανέπαφο. Δυστυχώς όμως η πλειοψηφία των δυνατών στιγμών του vs Evil στριμώχνεται στο πρώτο και κάτι μισό της διάρκειάς του, με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποχώρηση του ενδιαφέροντος από πλευράς ακροατή.
Οπότε πού καταλήγουμε εν τέλει; Στις ίδιες απορίες που κοσμούν και την εισαγωγή του παρόντος κειμένου, φοβάμαι... Γεγονός είναι, πάντως, πως η πολυσχιδής προσωπικότητα των Deerhoof τους καθιστά μια περίπτωση ιδιαίτερη στον χώρο του indie rock. Μελωδικοί και συνάμα χαοτικοί, καταφέρνουν να δώσουν και πάλι με το vs Evil ένα αξιοσημείωτο δείγμα γραφής. Ωστόσο, πότε τα γλυκανάλατα φωνητικά, πότε οι φτωχοί στίχοι και πότε η μια κάποια επιτήδευση από μέρους τους, δεν επιτρέπουν στο νέο άλμπουμ να περάσει σε μια άλλη σφαίρα απόδοσης. Έτσι, οι Deerhoof παραμένουν μια ευχάριστη επιμέρους απόλαυση αντί για μια απαραίτητη προσθήκη στη δισκοθήκη σας. Απόλαυση την οποία, αν δεν έχετε υπάρξει αυτήκοες μάρτυρες μέχρι στιγμής, καλό θα ήταν πάντως να δοκιμάσετε, έστω και με την παρούσα νέα κυκλοφορία τους.