Ποιο είναι το ζητούμενο σε ηχογραφήσεις σαν το Feed My Soul των Holmes Brothers, οι οποίες δεν κατευθύνονται ούτε προς την ανανέωση που έφερε την τελευταία 20ετία η Fat Possum στα blues, ούτε προς το γενικότερο κίνημα των neon blues (Eric Bibb, Corey Harris, Alvin Youngblood Hart); Σαφώς αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος του δίσκου: η ψυχή. Κάτι που έχουν και με το παραπάνω οι εν λόγω κύριοι. Παλιές καραβάνες των στούντιο, οι Holmes Brothers νότισαν πολλές πετσέτες μέχρι να καταφέρουν να ξεκινήσουν την προσωπική τους πορεία το 1990, όταν πια μετρούσαν ήδη σχεδόν μια 20ετία συμβολής σε σημαντικούς δίσκους του blues/soul/rhythm & blues ιδιώματος. Κατόπιν, ανταμείφθηκαν και από τον πολύ Peter Gabriel, ο οποίος τους έβγαλε δίσκο στη Real World (Jubilation, 1992), αλλά και με ένα πλήθος βραβείων –ανάμεσα στα οποία φιγουράρει το Blues Music Award του 2005.

Το καλό είναι ότι οι Holmes Brothers δεν επαναπαύονται στις δάφνες τους. Αν μη τι άλλο σε επίπεδο κεφιού, διότι, σε επίπεδο σύνθεσης και ειδικότερα φόρμας, αυτό που θα ακούσετε εδώ έχει να κάνει με τις παρυφές των blues, των gospel, και της soul. Την ανάγνωσή τους πάνω σε αυτή την παράδοση οφείλουμε να κρίνουμε, αλλά, δευτερευόντως, και τον τρόπο με τον οποίον οδηγούν την παραδεδομένη φόρμα στη σημερινή κοινωνία –είτε στην πλατφόρμα των στίχων, είτε στο στάδιο της παραγωγής, είτε παράλληλα στην οδό του αυθεντικού κεφιού. Και στα τρία αυτά πεδία, η ομάδα των δύο αδελφών και του ενός κολλητού τα πηγαίνει θαυμάσια (αυτή είναι η πραγματική κλαδικότητα της μπάντας και όχι, όπως αφήνεται να εννοηθεί, μια τριανδρία αδελφών).

Οι στίχοι δεικνύουν ότι το γκρουπ ρίχνει και κανά βλέμμα τριγύρω του, αντί να καταπιάνεται με μονομανίες της ηλικίας των μελών του –που βρίσκονται πλέον στην έκτη δεκαετία ζωής. Κάτι που δηλώνεται από το πρώτο κιόλας τραγούδι “Dark Cloud”, όπου θέτουν στο τραπέζι το ζήτημα της πείνας και της θνησιμότητας των παιδιών στις σύγχρονες Η.Π.Α. Όχι ότι κι ο ποδόγυρος δεν έχει την τιμητική του –για μπλουζίστες μιλάμε άλλωστε, είναι κι αυτό κομμάτι του δικού τους κώδικα ευ ζην, έστω και με τον Θεό παραδίπλα να κόβει βόλτες στη συνείδηση. Κλασική Βιρτζίνια δηλαδή (είναι ο τόπος καταγωγής τους) και γενικότερα αμερικάνικη ενδοχώρα.

Στις λεπτομέρειες της ηχογράφησης θα πρέπει να προσθέσουμε την καλή παραγωγή της Joan Osborne. Ναι, εκείνης που έλεγε κάποτε το “One Of Us”, έκπληξη μόνο για όσους είχαν χάσει τον προ οκταετίας δίσκο της με διασκευές ή δεν είχαν προσέξει την ανάγνωσή της στο “Help Me” του Sonny Boy Williamson, στο υπερεπιτυχημένο Relish. Η Osborne διατηρεί βαθιά και μακροχρόνια σχέση με τα blues οπότε υπηρετεί πολύ καλά το είδος από το πόστο της στο Feed My Soul, προσφέροντας groove εκεί όπου χρειάζεται, καθώς και άμεσα, πάνω στο μικρόφωνο, φωνητικά ως ένδειξη σημερινότητας. Γνωρίζει εξάλλου τους τρεις κυρίους από περιοδείες, μιας και για ένα φεγγάρι οι Holmes Brothers υπήρξαν η συνοδευτική της επί σκηνής μπάντα –οπότε η νυν συνεργασία αφορά περισσότερο μια παρέα φίλων, παρά πρόκειται για τυπικό επαγγελματικό αλισβερίσι.

Δεν θα βρείτε στο Feed My Soul την πεμπτουσία, αλλά καλά παιξίματα. Δεν θα βρείτε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2010, μα στα σίγουρα έναν που ξεχωρίζει από την πληθώρα των υπερ-βαρετών blues προσφορών. Δεν θα βρείτε το σπάσιμο της φόρμας, αλλά κάποιους καλούς υπηρέτες αυτής. Και αυτό έχει την αξία του, όταν η βαρεμάρα και η μανιέρα κλείνονται σε ερμάρι και σφραγιδοκλειδώνονται. Και το κλειδί για αυτό το τελευταίο, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν θα το χρησιμοποιήσουν για πολύ καιρό ακόμα οι Holmes Brothers.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured