Το αυτοκόλλητο πάνω σ’ αυτό το άλμπουμ είχε την εξής περιγραφή: «Ένα νεύμα στις χαρισματικές μελωδίες των Depeche Mode, στο φωνητικό στυλ του Marilyn Manson και στους underground παλμούς των ηλεκτρονικών “Death Pop” (σ.σ.: ?!) VNV Nation και Apoptygma Berzerk». Κατά συνέπεια, ανέλαβα την κριτική του από καθαρή περιέργεια, σαν τι ακριβώς μπορεί να ακούγεται κάτι τέτοιο. Γνωρίζετε τι λένε, όμως, για την περιέργεια –και κρίμα το γατάκι...

Στο θέμα μας τώρα. Ο William Roy Francis από το Σιάτλ –alias William Control– αφού πέρασε κάμποσο καιρό στη φυλακή και στην απεξάρτηση από ποτό και ναρκωτικά, τώρα κάνει τα φωνητικά στο emo-ειδές συγκρότημα Aiden. Όχι με τρομερή επιτυχία, αλλά οι Aiden φαίνεται να είναι δημοφιλείς στο είδος τους. Αυτό που κρατώ στα χέρια μου είναι η σόλο δουλειά του, ως σκοπό της οποίας ο Control δηλώνει την εξωτερίκευση του άγχους, της οργής και των φοβιών που προκύπτουν από τον εθισμό του, στον οποίο αντιστέκεται σθεναρά.

Μετά από δυο-τρεις ακροάσεις του Noir (εγχείρημα δύσκολο), θα ήθελα να εκφράσω την απορία: Κι εμείς τι φταίμε; Όχι μόνο δεν στέκει καμία από τις παραπάνω συγκρίσεις και η όλη περιγραφή μοιάζει με φάρσα, αλλά το άλμπουμ διακατέχεται από αντιφάσεις σε ολόκληρη την έκτασή του. Παράδειγμα: ενώ το υπόλοιπο artwork επικεντρώνεται στο να παρουσιάσει κάποια σοφιστικέ και ρομαντική εικόνα για τον William Control, το ίδιο το Noir, με τις δυο γυμνόστηθες φετιχοτύπισσες στην επιφάνειά του, είναι σαν παρμένο από τη θήκη άλλου CD. Όπως κι ένα ηχητικό πανδαιμόνιο που μετά βίας ακούγεται: οι μελωδίες όχι απλά δεν θυμίζουν Depeche Mode, μα είναι υποτυπώδεις. Στην πλειοψηφία μάλιστα των συνθέσεων τα (όποια) πλήκτρα χάνονται μέσα στην εκνευριστικά υψηλή ένταση της κιθάρας και του μπάσου, όπως χάνονται και τα φωνητικά στα περισσότερα ρεφρέν. Η χρήση της παραμόρφωσης αποδεικνύεται επίσης υπέρμετρη παντού, σε όλα τα όργανα, καθώς και στη φωνή σε ορισμένα σημεία –κουράζοντας το αυτί από την πρώτη στιγμή.

Η όλη ηχογράφηση θυμίζει έτσι περισσότερο bootleg από συναυλία με κακή ηχοληψία, παρά στούντιο άλμπουμ. Τρανά παραδείγματα του πανδαιμόνιου τα “Vorspiel” και “My Lady Dominate”, όπου χορωδίες, ηλεκτρονικά, χίλιοι ήχοι ταυτόχρονα προκαλούν σύγχυση και πονοκέφαλο. Στο χάος των αντιφάσεων έρχονται να προστεθούν κι άλλα ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, τα οποία έχει επιτάξει εδώ ο Control: από τον Oscar Wilde με το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι και την ταινία The Libertine, μέχρι τη συμμετοχή της Liza Graves (από το πανκ girl group Civet), του ράπερ Kurupt και του ανδρόγυνου μοντέλου Jeffree Star. Στα δε κομμάτια στα οποία ο Control πάει να το παίξει ρομαντικός χρησιμοποιώντας μόνο μια κιθάρα ή πιάνο (“Soliloquy”, “Noir” και η δολοφονημένη διασκευή του “Can’t Help Falling In Love” του Elvis, τελείως αταίριαστη μέσα στο υπόλοιπο σύνολο), καθίσταται ολοφάνερο πως οι φωνητικές του ικανότητες είναι αμφίβολες και ουδεμία σχέση έχουν με του Manson. Επιπλέον, ακόμη και τα απλά αυτά τραγούδια δεν διαθέτουν καμία κορύφωση.

«Do you like me now?», ρωτάει μια φωνή στο “Epilogue”. Αγαπητέ William Control, δεν είχα καμία πρόθεση να σου δημιουργήσω κι άλλα ψυχολογικά, όμως η απάντηση είναι όχι. Αν έπαιρνες μεμονωμένα στοιχεία από το άλμπουμ σου και τα έβαζες με διαφορετική, τυχαία σειρά, ίσως είχαμε κάτι εν δυνάμει καλό. Αλλά προς το παρόν όχι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured