Όταν εκείνο το καλοκαίρι του 2007 έπεφτε στα χέρια μου το πρώτο ΕΡ των Emarosa (και μοναδικό τους ηχογράφημα με τον αρχικό τραγουδιστή Chris Roetter) τους είχα κατηγοριοποιήσει σαν ένα πρωτόλειο μεν, ενδιαφέρον δε post hardcore/screamo σχήμα. Η αγάπη τους για μπάντες τύπου UnderOath γινόταν άμεσα αναγνωρίσιμη αλλά το αποτέλεσμα ηχούσε αρκούντως δυναμικό και νεανικό ώστε να σε παρασύρει μαζί του –κάνοντάς σε να αδιαφορείς για την έλλειψη του παράγοντα «πρωτοτυπία».

Τρία χρόνια κι έναν τραγουδιστή μετά, το συγκρότημα από το Lexington του Κεντάκι (πολιτεία υπεύθυνη για αρκετά άλλα υπόγεια και ξεχασμένα στον χρόνο αξιόλογα συγκροτήματα), κυκλοφορεί τον δεύτερο ολοκληρωμένο δίσκο του –και πάλι για λογαριασμό της Rise. Όνομα μπορεί να έχουν καταφέρει να χτίσουν μέχρι ένα σημείο –και με δεδομένο ότι μιλάμε για τη screamo σκηνή εν έτει 2010 και όχι 2004 (όταν η δυναμική της ήταν σαφώς πολλαπλάσια)– μα από ουσία δεν φαίνεται να έχει μείνει και πολύ στη δεξαμενή. Στο Emarosa, οι κιθάρες των Αμερικανών όχι μόνο δεν κοιτάνε πλέον να σε δαγκώσουν σαν μανιασμένο σκυλί, όπως έκαναν στο παρελθόν, αλλά αντιθέτως κοιτάνε να σε χαϊδέψουν –σε σημείο γελοιότητας.

Ακόμα και τα «ξεσπάσματα» του άλμπουμ προκύπτουν τόσο καλογυαλισμένα και επιτηδευμένα, ώστε εκ των πραγμάτων αφορίζονται εν τη γενέσει τους. Όσο για τα φωνητικά, αυτά κι αν σε αναγκάζουν να αποδοκιμάσεις ακόμα πιο έντονα το τελικό αποτέλεσμα... Ξεχασμένα μεταξύ τραγουδιού και τσιρίδων μένουν τα διπλά φωνητικά των Emarosa, οι οποίοι, σα να μην έφτανε κάτι τέτοιο, γράφουν εδώ τόσο γλυκερές μελωδίες ώστε δύσκολα θα αποφύγεις την ερώτηση «μα πόσο emo μπορεί να γίνει πια ένα συγκρότημα»; Κάτι που μόλις το αναφώνησε ένας άνθρωπος ασχολούμενος με το συγκεκριμένο ιδίωμα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οπότε καταλαβαίνεται τι συμβαίνει εδώ μέσα...

Προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο ύπαρξης των Emarosa του 2010, αν και μου είναι μάλλον εύκολο να φανταστώ νεαρά κοριτσόπουλα της αμερικάνικης ηπείρου να βρίσκουν τον ιδανικό σύντροφο για τις μοναχικές ώρες των (κατά φαντασίαν) υπαρξιακών (και περισσότερο ερωτικών) προβλημάτων τους στον συγκεκριμένο δίσκο... Ο οποίος δεν προσβάλλει τελικά μόνο την αισθητική του κάθε σκεπτόμενου μουσικόφιλου, μα και την ίδια τη (σύντομη) ιστορία της εν λόγω μπάντας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured