Αυτό είναι το 13ο άλμπουμ των Pro-Pain και στα σίγουρα δεν αποδεικνύεται γρουσούζικο για τους «βαράτε στο κόκαλο» Νεοϋορκέζους. Βαράτε στο κόκαλο σε πολλά επίπεδα, μιας και στο ελάχιστο ευαίσθητος να είσαι σε πολιτικά ζητήματα δεν θα μπορέσεις να παραβλέψεις την καθαρά δεξιότατη λογική τους, εκφρασμένη όχι μόνο στα τραγούδια τους αλλά και επιδεικνυόμενη με διάφορες αφορμές (λέξεων και εικόνων) ακόμα και μέσα στο επίσημο site τους.

Από την άλλη, παρόλο που είχαν μια πασιφανέστατη κάμψη στις αρχές των ’00s, οι Pro-Pain κατάφεραν αφομοιώνοντας καινούργια στοιχεία στη μουσική τους να κατακτήσουν νέα ακροατήρια. Καθαρά μεταλλικά αυτή τη φορά, από τη στιγμή που το metal φυσικά αφομοίωσε πολλαπλώς (σε εμπορικό αλλά και σε underground επίπεδο) τις διδαχές του hardcore. Εδώ βέβαια πιάνουμε τους Pro-Pain διαβασμένους μιας και, εν έτει 1991 και με το θαυμάσιο Foul Taste Of Freedom, στάθηκαν από τους πρωτεργάτες του ήχου αυτού και του γενικότερου crossover που άρχισε να χτίζεται από την προηγούμενη δεκαετία με τους Slayer και τους Anthrax –δίσκος που ουδόλως τυχαίως είχε τραβήξει την προσοχή κριτικών και οπαδών. Το μαλλί τότε πήγαινε σύννεφο, ενώ εδώ και πολλά χρόνια ο Gary Meskil και η παρέα του είναι ξυρισμένοι και με χαρακτηριστικά υπογένεια, σημάδια αναγνώρισης στην metalcore κοινότητα.

Το επίσης περίεργο με τους Pro-Pain είναι ότι, αν και τα φωνητικά του παραπάνω κυρίου δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη χροιά (είναι αρκούντως επιθετικά βέβαια), την ίδια στιγμή η μπάντα διατηρεί το δικό της στυλ –ακόμα και μετά από αφομοιώσεις μέχρι και των blasts από το black metal ή ακόμα και ξεσκισμένων sub φωνητικών. Το μυστικό κρύβεται στις ηλικίες των κύριων συντελεστών της μπάντας. Δεν μιλάμε για κάποια παιδάκια, αλλά για heavy 45άρηδες, των οποίων η μουσική και εφηβική αγωγή τους συνέπεσε με τα 1970s. Κι εκεί ακριβώς έγκειται ο κωδίκελος που τους κάνει σε μένα προσωπικά αρεστούς. Τα σόλο στην κιθάρα δεν είναι ταχύμετρα σε παράκρουση αλλά έχουν μια τεμπέλικη (όση επιτρέπει ενίοτε η ταχύτητα) άποψη στο σήκωμα της χορδής, αυτή την τόσο αναγνωρίσιμη από το heavy blues των αρχών των 1970s. Επίσης προσθέστε κάποιες πολύ έξυπνες διφωνίες (στο “Gone Rogue (I Apologize)” λόγου χάριν) ή ακόμα και ομαδικά (όχι ακριβώς γηπεδικά) φωνητικά, τα οποία απηχούν και πάλι την πολυθρύλητη δεκαετία –χώρια που ένα εμβόλιμο δεύτερο φωνητικό στο “Stand My Ground” θα ορκιζόσουν ότι το έχει καταθέσει ο Jerry Cantrell των Alice In Chains από τον Τρίποδο Σκύλο της πρώτης περιόδου της μπάντας, πριν εκπνεύσει δραματικά ο Stanley.

Η θεματολογία των Pro-Pain στο Absolute Power δεν έχει να κάνει με δαιμόνους και τριβόλους μα με την επί Γης κόλαση, όπως βέβαια τη βλέπουν οι ίδιοι. Έστω κι αν ακούγεται σχεδόν ενοχλητική η επίκληση της βίας ως αναγκαίο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφορικής, εντούτοις δεν μπορείς να μην πωρωθείς με τραγούδια όπως το “Destroy Your Enemy” ή το “Road To Nowhere”: θα πρέπει να μην έχεις καθόλου τον ξεσκισμένο ήχο στο παλμαρέ σου ώστε να μείνεις ανεπηρέαστος. Επιμένω ότι ενίοτε η θεματολογία των στίχων αφαιρεί από την απόλαυση του δημιουργήματος, όμως η αλήθεια είναι ότι η δύναμη της μπάντας βρήκε ένα θαυμάσιο απάγκιο σε επίπεδο ηχοληψίας και παραγωγής (στην Ελβετία και υπό την επίβλεψη του V.O. Pulver) για να εκφραστεί.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured