Ο Αύγουστος του 2005 ήταν μάλλον ένας κουραστικός, μα και δημιουργικός μήνας για τον Lucian Ban. Δυο διήμερα, εντατικά session ηχογραφήσεων – ένα ως side-man (ή περίπου έτσι) στο κουιντέτο του Alex Harding, τους Blutopia κι άλλο ένα ως ηγέτης του δικού του κουαρτέτου– δεν είναι και εύκολη υπόθεση, αν σκεφτεί τουλάχιστον κανείς τη συμπυκνωμένη πνευματική ενέργεια την οποία οφείλεις να διαχέεις. Έχοντας την ευκαιρία να ακούσω πρόσφατα και τις δύο δουλειές (την παρούσα και το The Calling του Harding), που μόλις φέτος βρήκαν διανομή στη χώρα μας, νομίζω πως ο πιανίστας με καταγωγή από την Τρανσυλβανία της Ρουμανίας και τόπο διαμονής τη Νέα Υόρκη, έβγαλε ασπροπρόσωπους τόσο τους ανθρώπους της Jazzaway για το βήμα που του έδωσαν, όσο και τον εαυτό του για την ποιοτική επάρκεια και των δύο εγχειρημάτων.

Στο Playground, ο Lucian Ban έχει στο πλευρό του τρεις ικανούς μουσικούς, οι οποίοι συμπληρώνουν το τυπικό jazz κουαρτέτο του: τον Jorge Sylvester στο άλτο σαξόφωνο, τον Brad Jones στο κοντραμπάσο (συμμετείχε και στο The Calling) και τον Derrek Phillips στα τύμπανα. Χρησιμοποίησα τον επιθετικό προσδιορισμό «τυπικό» γιατί νομίζω πως χαρακτηρίζει επαρκώς όχι μόνο τη σύνθεση του κουαρτέτου (αν και μπορεί ο βασικός συνθέτης και ηγέτης του –οBan – να είναι πιανίστας, πρώτο, όμως, όργανο σε μεγάλο μέρος του δίσκου είναι το σαξόφωνο του Sylvester) αλλά και τους μουσικούς του προσανατολισμούς. Χωρίς να έχει απαραίτητη επίπτωση στην τελική ποιοτική αποτίμηση, το τυπικό του προσανατολισμού τους συνίσταται στο ότι σπάνια ξεφεύγουν από ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραδοσιακή jazz.

Δεν υπάρχει, ως εκ τούτου, εμφανές το στίγμα τους στον χωροχρόνο: το Playground θα μπορούσε (αν και όχι εξίσου εύκολα) να υπάρχει σε καθεμία από τις πέντε προηγούμενες δεκαετίες. Η καλή μουσική, θα μου πείτε, δεν βασίζεται σε χρονικές και χωρικές συνισταμένες, αλλά σε διαχρονικές αξίες. Έλα όμως που το να παίζει κανείς jazz πάνω από το δίχτυ ασφαλείας που προσφέρει η έννοια του παραδοσιακού (ή του διαχρονικού έστω), αισθάνομαι ότι αναιρεί εν μέρει –ή καλύτερα υποβιβάζει– τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της. Ποιος ο λόγος, ας πούμε, να αναπαράγεις τις ελευθεριακές της δομές, απλώς και μόνο για να συντηρηθείς εντός μιας πάλαι ποτέ ριζοσπαστικής φόρμας; Αν η jazz γεννήθηκε (και) για να αμφισβητεί τις φορμαλιστικές σιγουριές, πώς διάολο γίνεται να εγκλωβίζεται σε αυτόν τον δευτερογενή φορμαλισμό; Και στην τελική, ποια είναι, σε αυτή την περίπτωση, η ειδοποιός διαφορά της jazz με άλλα (όμορα ή μη) είδη, τα οποία αρέσκονται στη χρησιμοποίηση κυκλικών δομών; Η απλή αντικατάσταση του μοτίβου κουπλέ/ρεφραίν με το μοτίβο βασικό θέμα/σόλο/βασικό θέμα;

Η απάντηση στα παραπάνω μπορεί να συνοψιστεί σε μία μόνο λέξη: έκφραση. Μπορεί οι δομές να είναι πολυκαιρισμένες, ειπωμένες με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στο παρελθόν, όμως ακόμα καταφέρνουν να συγκινούν και να μοιάζουν εξόχως εκφραστικές για πολλούς μουσικούς (του συγκεκριμένου κουαρτέτου συμπεριλαμβανομένου). Το Playground, άλλωστε, δεν ευαγγελίζεται καμία αλλαγή, καμία διάθεση για νεωτερισμούς –κάτι τέτοιο είναι φανερό από τις πρώτες κιόλας νότες του– κι επομένως η παραπάνω συζήτηση μπορεί και να στερείται πραγματικής βάσης.

Στο Playground του Lucian Ban και των Asymmetry έχουμε να κάνουμε με εννέα συνθέσεις που μοιράζουν ισομερώς τη δημιουργικότητα του κουαρτέτου ανάμεσα σε δυναμικές και σκερτσόζες συνθέσεις και σε άλλες περισσότερο ιδιοσυγκρασιακές και αισθαντικές. Η εναλλαγή μεταξύ των δύο ενεργειακών πόλων καθίσταται βασική, είτε μιλάμε για εναλλαγή σε διαδοχικές συνθέσεις, είτε ακόμα και στην ίδια –όπως λ.χ. γίνεται στο “Hieroglyphics”, ένα κομμάτι που περιέχει ενδιαφέρουσες μεταβάσεις τόσο σε θεματολογικές αναφορές, όσο και σε χρονικές αξίες. Αίσθησή μου πάντως είναι ότι το κουαρτέτο τα καταφέρνει εμφανώς καλύτερα όταν καταπιάνεται με ήρεμα θέματα, με τα “Silence”, “Asymmetry” και “For Giuffre” (η μοναδική σύνθεση την οποία συνυπογράφουν όλοι μαζί και προφανώς αποτελεί φόρο τιμής στον σαξοφωνίστα Jimmy Giuffre) να μου φέρνουν στον νου μουσικούς που κλείνουν τα μάτια κι αφήνουν τα όργανά τους να γίνουν προεκτάσεις του ψυχισμού τους, κατακτώντας έτσι ένα αίσθημα αμεσότητας.

Το Playground, σε γενικές γραμμές, δεν είναι μεγάλος δίσκος, καθώς δίπλα σε τρεις-τέσσερεις εξαιρετικές συνθέσεις, συνυπάρχουν και κάποιες που μάλλον ρέπουν προς τη μετριότητα. Δεν είναι ικανός να χαράξει το όνομα του Lucian Ban και των Asymmetry ως υπότιτλο σε κάποιο κεφάλαιο της ιστορίας της jazz, ούτε να δημιουργήσει κάποιο νέο. Αν δούμε, βέβαια, το θέμα με ρεαλισμό (και όχι εκλαμβάνοντας τη φωτεινή εξαίρεση ως κανόνα) λίγοι, ελάχιστοι ίσως συγκριτικά με το σύνολο, είναι όσοι διανοίγουν νέους δημιουργικούς δρόμους και πολλοί αυτοί που τους ακολουθούν.

Θα ήταν άδικο, ίσως και ελιτίστικο, να κρατήσουμε μόνο αυτούς τους ελάχιστους και να πετάξουμε τους υπολοίπους στον καλλιτεχνικό καιάδα. Εξάλλου, υπάρχουν και ιστορίες που, ακόμα κι αν δεν είναι τόσο λαμπρές, αξίζουν να εξιστορηθούν, όπως και διάφορες ποιοτικές συνισταμένες (πέραν της πρωτοπορίας) άξιες λόγου και αναγνώρισης. Και οι Lucian Ban & Asymmetry μοιάζουν να διαθέτουν μερικές από δαύτες…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured