Βήμα το βήμα, λοιπόν, τούτοι οι Τεξανοί αναδεικνύονται σε αθόρυβους μα ουσιαστικούς «καλλιεργητές» της σύγχρονής μας ροκ τραγουδοποιίας. Το παραδέχομαι, είναι πολύ εύκολα παρεξηγήσιμοι οι Midlake κι έτσι παραμένουν στο The Courage Of Others. Ο βιαστικός μουσικόφιλος των ’10s, που θέλει ν’ ακούσει κι εκείνο και το άλλο και ακροάζεται λίγο από το ένα τραγούδι, «κάνει skip» –όπως αρέσκονται να λένε οι μοντέρνοι αγράμματοι– στο επόμενο και παράλληλα ποστάρει και κάτι στο Facebook δεν πρόκειται ποτέ να κάνει ό,τι απαιτούν τέτοιοι δίσκοι: να στήσει αυτί. Αν κάτι πατήσει τα κουμπιά του, θα κάτσει ν’ ακούσει νομίζοντας ότι έχει να κάνει με ακόμα ένα indie, νεο-folk ή indie folk σχήμα• αν όχι, θα τρέξει να βρει κάτι πιο «ανεβαστικό», γιατί είναι εμφανές από το ξεκίνημα το μελαγχολικόν της υπόθεσης και το ψυχοπλάκωμα το οποίο καραδοκεί.

Όμως οι Midlake δεν είναι, στην ψίχα των τραγουδιών τους, τίποτα από όλα αυτά. Το κέλυφος, ναι, μοιάζει πράγματι τέτοιο. Υπάρχει μια έντονη folk αύρα, υπάρχει μια indie παρεμβολή (από το καναδο-αμερικάνικο, όχι το βρετανικό παρακλάδι), υπάρχει ένα εμφανές ρετρό στον όλον αέρα, μια γενική παραπομπή σε άλλες εποχές. Και, ως προς το περιεχόμενο, η μελαγχολία και οι χρωματισμοί του σούρουπου προβαίνουν ως απόλυτα κυρίαρχοι: εδώ θέλει την προσοχή στην ακρόαση και την κατάλληλη, βέβαια, αντιληπτικότητα ώστε να καταλάβεις πως δεν έχεις να κάνεις μ’ ένα ακόμα ασκέρι indie κλαψιάρηδων το οποίο ξανοίχτηκε με τις κιθάρες του στα πελάγη της folk παράδοσης. Όχι. Έχεις να κάνεις με κάτι πιο βαθύ και σπειρωτό. Με σύγχρονη αμερικανική τραγουδοποιία, παραδοσιακών αφετηριών και ηλεκτρικών ανησυχιών. Η προειδοποίηση άλλωστε του εξωφύλλου δεν είναι τυχαία: όντως, το The Courage Of Others γνέφει με νόημα στον Ταρκόφσκι και στην κολοσσιαία του εκείνη (σε διάρκεια μα και σε δύναμη) ταινία, Αντρέι Ρουμπλιώφ (1966).

Αλλά και για όσους έχουν παρακολουθήσει τους Midlake, το The Courage Of Others αποτελεί κάτι το ξεχωριστό. Αν το ντεμπούτο τους έδειχνε προθέσεις και το βήμα 2 σταθεροποιούσε τη διαδρομή, τα υλικά και τις εν δυνάμει δυνατότητες, τούτο το βήμα 3 είναι η άνθιση, μέσω της περαιτέρω εκλέπτυνσης, όλων των ως τώρα υποσχέσεων. Σαγήνη είναι η λέξη-κλειδί και επιτυγχάνεται στο σύνολο σχεδόν των 11 συνθέσεων. Με έναν τρόπο που ποτέ δεν εγκαταλείπει την απλότητα, την αμερικανική επαρχία ή το οικείο για χάρη κάποιας πρωτοπορίας μα προβαίνει σε μικρές ανατροπές αυτής της οικειότητας. Υπάρχουν κι άλλα ανάλογα από Τέξας μεριά –τσεκάρετε λ.χ. τους Bosque Brown.

Πώς; Πρώτα-πρώτα, στιχουργικά. Δεν θα βρείτε τίποτα εδώ που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ερωτικό άσμα. Στον κόσμο των Midlake, η ύπαρξή μας διαθέτει κι άλλες πλευρές άξιες να δώσουν υλικό για τραγούδι. Δεύτερον, με τις ενορχηστρώσεις. Οι οποίες αφενός ξεφορτώνονται κάθε synth συγγένεια με τις προηγούμενες δουλειές κι αφετέρου, μέσω προσεκτικών δόσεων από πιάνα, dulcimer, harpsichord, bassoon και βιολιά, σπάνε τη γνώριμη folk rock ατμόσφαιρα –χωρίς όμως να αφήνουν τέτοια «υλικά» να καταστρέφουν τον σκελετό των συνθέσεων: ξεχάστε τα DIY indie ημίμετρα της τελευταίας δεκαετίας, εδώ υπάρχει προσεκτικός σχεδιασμός. Τρίτον, σκάβοντας συναισθηματικά λαγούμια. Ο τραγουδιστής των Midlake, Tim Smith, προβάλλει ως άνθρωπος με πλήρη επίγνωση των περιορισμένων φωνητικών του δυνατοτήτων και των κινδύνων να ισοπεδώσει τα τραγούδια κάτω από το μονοδιάστατο της ερμηνευτικής του έκφρασης. Και παρά μάλιστα την επίγνωση δεν το αποφεύγει πάντα (το “Horn” είναι το μεγάλο ναυάγιο του δίσκου). Το αποφεύγει ωστόσο σε μεγάλο μέρος –να ένα ακόμα σημείο που απέτυχε να καταλάβει ο συντάκτης του Pitchfork– φροντίζοντας να υπάρχει άμεση συνάφεια μεταξύ των τραγουδιών που λέει και των χρωματισμών των ερμηνειών του. Γίνεται πιο προσωπικός όπου τον παίρνει, αποστασιοποιείται εκεί όπου πρέπει, αφήνει κάτι το μυστικιστικώς υπαινικτικό όπου το αιτεί η σύνθεση. Δίνει την πρέπουσα βαρύτητα σε κάθε λέξη –και σημειώστε πως οι λέξεις εδώ είναι συχνά από μόνες τους βαριές.

Υπάρχει ασφαλώς μια οροφή σε όσα μπορούν να κατορθώσουν και να εκφράσουν μέσω αυτής της οδού και των δεδομένων δυνατοτήτων τους οι Midlake και ενδεχομένως να την αντικρύζουν με το The Courage Of Others. Δεν είναι και Willard Grant Conspiracy, Owen Pallett ή Lightning Dust, άλλωστε, για να φέρω τρία κοντινά παραδείγματα –χωρίς να αποκλείω πάντως ότι μπορεί να τους φτάσουν σε μετέπειτα δίσκους. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι έχουμε λόγους να περιφρονήσουμε τα όσα καταθέτουν και επιτυγχάνουν. Ίσα-ίσα, κατά μία έννοια, κάνουν ό,τι έκαναν πάντα, ακόμα και προ δισκογραφίας, οι σοβαροί folk τροβαδούροι: με λιτό, βιωματικό τρόπο μιλούν για τα πανανθρώπινα εκείνα ζητήματα (“Acts Of Man”, “Small Mountain”, “In The Ground”, “Winter Dies”) τα οποία ποτέ δεν θα πάψουν να απασχολούν όσους από το είδος μας επιμένουν να αυτοχαρακτηρίζονται ως νοήμονα όντα. Κάνουν, με λίγα λόγια, μουσική για έλλογα, εγκεφαλικώς και συναισθηματικώς, πλάσματα, ικανά να αντιληφθούν τις πτυχώσεις της ζωής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured