Feel good το άλμπουμ σου λέει... Και συνήθως ο προσδιορισμός, πέραν της προφανούς περιγραφικής του χρησιμότητας, υποτίθεται πως προσδίδει κάποια ακαθόριστου τύπου αξία στο εκάστοτε χαδιάρικο πόνημα. Το πρώτο άντε με δυσκολία να το δεχτώ –αν και το πώς τη βρίσκει ο καθένας είναι μάλλον προσωπικό ζήτημα. Βάζω μπροστά το μάλλον γιατί η τάση προς την ομογενοποίηση, ευθέως ή υπογείως, πάντα θα δηλώνει παρούσα. Εκείνο το δεύτερο, περί αξίας όμως, ούτε να το σκέφτομαι... Δηλαδή να το παίξουν όλοι οι μουσικάντηδες το κόλπο α-λα-«λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το έτερον ήμισυ» σε εκδοχή της εποχής τους βεβαίως, να περάσουμε όλοι καλά που λέει και το μότο των καιρών, να πήξουμε και στις δισκάρες. Και για να προσαρμόσω/επεκτείνω το τρίπτυχο σε Fun Lovin' Criminals και Classic Fantastic δεδομένα: καρτουνίστικο γκανγκστεριλίκι, πάρτι διάθεση, κοινωνικό σχολιασμό για να δικαιώσουμε τα περί πολιτικών όντων, όλα από λίγο, συν το απαραίτητο γκομενάκι –ή μάλλον γκομενάκια γιατί δεν είμαστε και των αποκλειστικοτήτων.

Εκείνο που θέλω να πω και το κουράζω, ως συνήθως, είναι πως ούτε η θεματολογία σου παράγει αξία, ούτε η μουσική φόρμα την οποία επιλέγεις ως μέσο έκφρασης. Τούτοι οι κύριοι, για παράδειγμα, εκκινώντας πάντα απ’ την κοσμοπολίτικη άποψή τους για το hip-hop και τα στάνταρ θέματά τους, έχουν κόψει μια χαρά άλμπουμ όπως το 100% Colombian, αλλά μας έχουν προσφέρει και κλασικούς καρπούς της οικογένειας του γεώμηλου. Όσο για το παρόν, μάλλον προς το δεύτερο απ’ τα παραπάνω άκρα τείνει, αν και ομολογώ πως δεν το παρατραβάει. Και καταπιάνομαι αρχικά με τα προσχήματα για να αποφύγω το ευτυχισμένο τέλος: οι τύποι μπορεί εδώ και καιρό να είναι κάργα μανιερίστες μα το κόλπο τους το έχουν παιδέψει. Δύνανται για παράδειγμα να κελαρύσουν soul/funk seventies κοπής, ενίοτε να μετέλθουν cool πνευστών με σχετική άνεση, ή να στήσουν στις ηλεκτρικές από latin rock λεπτομέρειες μέχρι πιο heavy ριφολογία. Κι όλα αυτά όχι σκόρπια και ασύνδετα, αντιθέτως πάντα ενταγμένα στον εδώ και καιρό μορφοποιημένο προσωπικό τους κώδικα –πουτανιάρικη εκφορά της ρίμας, beats της δεκαετίας του ενενήντα, κυνήγι του hit single κτλ.

Το χοντρό πρόβλημα, όμως, έγκειται στον τρόπο χρήσης όλων αυτών των λεπτομερειών και κυρίως στο πώς αυτές, στην τελική μορφή τους, επηρεάζουν τη μεγάλη εικόνα του άλμπουμ. Τράβα τους τα σωληνάκια της τεχνητής υποστήριξης μίστερ, δείξε έναν δρόμο, ρίξε και καμιά ιδέα του λόγου σου... Σπάστο λιγάκι το γκρουβ, κούρασέ τη την εξάχορδη, μην μου πετάς έτοιμες Santan-ιές στα μούτρα. Θες τον Roots Manuva για κράχτη, δώστου κάτι να δουλέψει του ανθρώπου. Γιατί ναι μεν συνεκτική η πολυσυλλεκτικότητα, με πρόσωπο και τα λοιπά, μα αν ανακοινώνουμε ανερυθρίαστα ηχητικές εκκαθαρίσεις πάνω στα ήδη δανεισμένα, και δώστου ψαλιδίζουμε γωνίες και ξαναδώστου τρίβουμε επιφάνειες, τότε τι απομένει στο ρημάδι το τέλος; Και απαντώ ευθέως: μια εύμορφη πάρτι/chill out σάχλα, η οποία φιλοδοξεί να αρέσει στους δυνατόν περισσότερους, για να καταλήξει φουλ ακοινώνητη λόγω ελλείμματος προσωπικότητας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured