Στο λόττο των σημερινών τάσεων της μουσικοκριτικής, ως πιο ωφελημένοι αναδεικνύονται οι καλλιτέχνες-ανακατώστρες. Πήγαινε πέρα από στιλ, μπλέξε το ένα με το άλλο, ρίξε κι από τούτο κι από εκείνο και λιγάκι απ’ αυτό, βάλε και την τέχνη σου στο μειγνύειν και...τζάκποτ! Κατά τη γνώμη μου, οι έπαινοι συχνά δίνονται αβίαστα: ο μουσικοκριτικός της αυγής των ’10s θαμπώνεται εύκολα από τα πολυσυλλεκτικά κολάζ και από την τάση να κινηθούμε από το περιφρουρούμενο συγκεκριμένο προς το απέραντο όλον, ώστε κραυγάζει «μπράβο!» δίχως να μπαίνει στα αληθινά ζόρια που θέτει, εκ φύσεως, μια τέτοια τάση: πρόκειται για έκφανση προοδευτικότητας, βασισμένη στην προσωπική προσέγγιση πάνω σε μη πρωτοποριακά δομικά υλικά; Ή για μια φανταχτερή ευκολία, η οποία –κραδαίνοντας την πολυσυλλεκτική σημαία– αρκείται στην παραγωγή πολύχρωμων κοκτέιλ δίχως φόντα να διατηρήσουν την πρόσκαιρη δροσιά τους δύο-τρία χρόνια μετά;

Σε αυτή την κατηγορία δίσκων κινείται και το Machine Conspiracy του Conforce, εκτιθέμενο έτσι στο παραπάνω δίλημμα. Οι ενθουσιώδεις, οι παρορμητικοί και οι απλά ανόητοι μπορεί να κάνουν λόγο για ένα λαμπρό δείγμα «Terschelling techno», επιθυμώντας να αναγάγουν τα όσα πράττει ο Ολλανδός δημιουργός (καταγόμενος από το Terschelling των Δυτικών Φριζικών νήσων) σε μια φρέσκια προσέγγιση στον κουρασμένο κόσμο του techno. Αλλά αποδομώντας το «Terschelling techno» του Machine Conspiracy μένεις με μια αθεράπευτη παρελθοντολαγνεία, εκφρασμένη σε ένα αμάλγαμα με σημερινή παραγωγή. Το Detroit στιλ του αρχιμάστορα Carl Craig, οι 1990s δόξες του Juan Atkins, το πιο πρόσφατο dub techno της βερολινέζικης σκηνής, ακόμα και οι minimal προσεγγίσεις (σε μικρότερο βαθμό) αποτελούν την αλήθεια πίσω από το ψευδο-οικοδόμημα του «Terschelling techno». Σε κάθε του θρόισμα, ο μουσικός κόσμος του Machine Conspiracy φανερώνει κατά πολύ ευδιάκριτο τρόπο τις επιρροές και τα πατήματά του, άσχετα με το αν ο Conforce επιδεικνύει μαεστρία στην κατάλυση διαχωριστικών γραμμών και στην ανάπλαση δύο δεκαετιών dance κουλτούρας εις σώμα ένα.

Καμία πρωτοπορία και ριζοσπαστικότητα λοιπόν. Μένει το εξίσου ουσιαστικό αίτημα της άλλης προοδευτικότητας, της δημιουργίας δηλαδή καλής μουσικής με βάση την αξία της προσωπικής προσέγγισης πάνω σε ήδη υπάρχοντα δεδομένα. O Conforce διαθέτει προσωπική ματιά και έχει την ικανότητα να συνδυάζει τις επιρροές του σε κολάζ με αξιοσημείωτο συναισθηματικό φορτίο: το “Love Hate”, το ομώνυμο “Machine Conspiracy”, το “Rare Education” ή το “Sonar Conversation” αποτελούν συνθέσεις όπου η ελλειπτικότητα και η αφαίρεση παίζουν με αμιγώς ηλεκτρονικό τρόπο τόσο με τη νόησή σου, όσο και με την καρδιά σου. Από την άλλη, όμως, ο Conforce δεν έχει μάθει ακόμα να τιθασεύει το υλικό του. Αφήνεται εύκολα τόσο σε μεγάλες διάρκειες οι οποίες δεν έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, όσο και σε δημιουργήματα που κομπάζουν για την ηχητική ευφυΐα τους και όχι για την όποια εμπλοκή τους με τον ακροατή. Έτσι το Machine Conspiracy καταλήγει μια αρκετά άνιση υπόθεση, με ενδιαφέροντα μεν σημεία, ακατάσχετη δε –και κουραστική– φλυαρία σε άλλα. Ρίξτε μια ακρόαση αν σας ενδιαφέρει η σύγχρονη ηλεκτρονική πραγματικότητα, μην περιμένετε όμως και κάτι το αληθινά αξιοσημείωτο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured