Σπάνιας ομορφιάς δίσκος το Las Vegas Story των Gun Club. Ομορφιά άγρια, καθώς το αναιδές και ταυτόχρονα, με έναν περίεργο τρόπο, γεμάτο συστολές πηγούνι του ηγήτορα της μπάντας Jeffrey Lee Pierce σηκώνεται προς το μικρόφωνο – το οποίο τοποθετούσε, σαν τον Lemmy, πάντα πιο ψηλά από το σύνηθες – ώστε να διηγηθεί μονοπάτια ανθρώπινης εσχατιάς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο μεταίχμιο από τα 1970s στα 1980s. Αφορμή για το φρεσκάρισμα της μνήμης η πρόσφατη επανέκδοσή του, ενισχυμένη με ένα δεύτερο cd, όπου συναντούμε το γκρουπ σε ένα live του 1984, στο Le Loft του Στρασβούργου. Με τη γνώριμη, στους θιασώτες τους, ωμότητα, κακή λήψη των πηγών, τρέλα, σκληρό ήχο και παροξυσμό.

Δεν θα βρείτε παραπάνω από δέκα δίσκους πιο ατίθασου rock ‘n’ roll μέσα στη δεκαετία του 1980, όταν και πρωτοεκδόθηκε το τρίτο άλμπουμ των Gun Club. Πολλοί λένε ύμνους για το Miami και για το Fire Of Love και ναι μεν δεν έχουν άδικο, όμως είναι στο Las Vegas Story όπου υποχώρησε το στοιχείο του swamp punk μπροστά σε ένα ψυχογράφημα νυχτερινής περιπολίας. Όχι πως ο Pierce στέκεται μόνος του εδώ. Ο Kid Kongo Powers ηχογραφεί κιθάρες σχεδόν καθαρές από παραμόρφωση, με λαμπάτους ενισχυτές και με τόνους reverb ως μόνο χρωματισμό, με αποτέλεσμα ο ήχος του να ακούγεται σαν αφήγηση πατημάτων στη χώρα του ασυνείδητου και των ζοφερών ονείρων. Η Patricia Morrison πάλι στο μπάσο (μετέπειτα εντάχθηκε στους Sisters Of Mercy) έδωσε την αναπάντεχη, αλλά δεκτή στα πλαίσια του freak show που έχει στηθεί, σκοτεινή φιγούρα – στο οπισθόφυλλο τουλάχιστον, διότι σε λίγα σημεία ακούς το λοξυγγάτο τετράχορδο της. Τα τύμπανα δε του Terry Graham πατάνε πάνω στην κλασική συνταγή της αμερικάνικης underground σκηνής της δεκαετίας του 1980 (με συνοδοιπόρους σε αυτό το μοτίβο μπάντες όπως τους Wipers), με στόχευση στο ταμπούρο και στις κόντρες πάνω στην ενορχήστρωση – και χωρίς πολλά μπιχλιμπίδια. Η φωνή του Pierce έτσι κι αλλιώς πάντα διέθετε κάτι το απόκοσμο, όπως διαπιστώσαμε, εις διπλούν, στις δύο συναυλίες των Gun Club στην Ελλάδα (1988 και 1992). Και εδώ, βοηθούμενος από την ηχοληψία και το αναλογικό αυτής, διεκδικεί και παίρνει ακόμα περισσότερο χώρο. Όχι στη μίξη, αλλά στον χώρο ακριβώς που ακούγεται να απλώνεται γύρω του μαγικά: ακούς δηλαδή τη φυσική ανάδραση στους τοίχους του στούντιο – πανάθεμά με, κλαίω όταν ακούω αυτό το εξαίσιο reverb, το οποίο καταφέρνει να μεταδώσει την αγωνία του ανθρώπινου όντος ονόματι Jeffrey Lee Pierce. Ή ίσως κούγκαρ, τώρα που το αναλογίζομαι. Γιατί παρατηρείστε πώς μοιάζει ο Pierce, στις εδώ ξανθιές του δόξες, με το μεγαλειώδες και μοναχικό αυτό αιλουροειδές των αμερικανικών υψιπέδων.

Περισσότερο στα του ίδιου του δίσκου τώρα, δεν είμαι ο πρώτος που θα σας μιλήσει για τις εξαίσιες διασκευές στο “Master Plan” του Pharoah Sanders και στο “My Man Is Gone” της Ella Fitzgerald, θα ήθελα όμως να σταθείτε λίγο και να αναλογιστείτε το εξής ερώτημα: πόσους αλήθεια άντρες ξέρετε που να μπορούν να ερμηνεύσουν με τόσο πάθος έναν τέτοιον στίχο; Θέλετε επίσης να υμνήσω το σόλο του Kid Kongo Powers στο “Bad America”, όπου αναλύει παραφθαρμένη τη μελωδία του αμερικάνικου εθνικού ύμνου; Το κάνω πολύ ευχαρίστως. Θα μπορούσα να συνεχίσω και με άλλους τίτλους, αλλά δεν έχει νόημα – μιλάμε άλλωστε για έναν δίσκο που έχει ήδη κριθεί ως σημαντικός στη μουσική ιστορία. Και σωστά, γιατί με το Las Vegas Story οι Gun Club βγήκαν από τα στεγανά(;) του punk blues που είχαν φορμάρει στους δύο προηγούμενους δίσκους και έφτιαξαν ένα διαμάντι αξεπέραστης τραγουδοποιίας και έρευνας, συνάμα, της αμερικάνικης ψυχής και ψύχωσης.

Ιαπωνία, Λας Βέγκας, πόρνες και παρίες, διεφθαρμένες καρδιές, διαλυμένες πορείες, διαζευγμένες σερβιτόρες, καταδύσεις στο αλκοόλ, πλοηγήσεις στα χάπια και στην κοκαΐνη, ξεκοκαλισμένα blues του Δέλτα, α-λα-John Fogerty αναγνώσεις του Ευαγγελίου, η προσμονή και η αναμονή της λύτρωσης… Όλα βρίσκονται απλωμένα στις χαράξεις αυτού του δίσκου. Αν δεν τον έχετε, η γνώση σας στο αμερικάνικο τραγούδι των τελευταίων 30 χρόνων είναι ελλιπής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured