Μπορεί το περιτύλιγμα της διπλής αυτής συλλογής να είναι ελκυστικό αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα προϊόν που δεν ενδιαφέρει κανέναν πέραν των κατοίκων της αμερικανικής επικράτειας. Για να εξηγηθώ. Οι Αμερικανοί καλλιτέχνες που μπορούν και περνάνε στα αυτιά των Ευρωπαίων είναι, κατά τη γνώμη μου, όσοι χωράνε χοντρικά σε δύο κατηγορίες: Πρώτον, αυτοί των οποίων η μουσική πηγαίνει πέρα από συνοριακούς σταθμούς μιας και οι μελωδίες τους και οι στίχοι που γράφουν ακουμπάνε ζητήματα εσωτερικής ή εμμονικής φύσης (παραδείγματα: Mars Volta, Screaming Trees, Metallica). Η άλλη κατηγορία έχει να κάνει με αυτούς που η εναρμόνιση και ενασχόληση τους με τις ρίζες τους έχει μία τέτοια ανάλογη φροντίδα (π.χ. Alvin Youngblood Hart) ώστε ακόμα και αν δεν φέρνει κάτι καινούργιο στο φως, εντούτοις να δίνει την ευκαιρία στον ακροατή να επικοινωνήσει με το αριστεύειν του μουσικού στη δική του εμμονή (Warren Zevon).

Ο Josh Rouse λοιπόν έχει επιλέξει να τραβάει έναν δρόμο τον οποίο ακολούθησε και ο Keb Mo (ο τελευταίος στο χώρο του neo-blues). Και παρόλο που εδώ έχουμε να κάνουμε με μία πολύπλευρη κάλυψη της δισκογραφικής του ταυτότητας στα χρόνια 1988-2005 (προσθέστε και 7 ακυκλοφόρητα τραγούδια) δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη βεντούζα που θα κολλήσει στο αυτί μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Rouse αγνοήθηκε ακόμα και από αρχετυπικούς αμερικανιστές, όσους λ.χ. έχουν σαν εικόνισμα τη Rykodisc ή τη μαζεύω-όλους-τους-θλιμμένους-Αμερικανούς-δίχως-συμβόλαιο Glitterhouse (και ο υπογράφων την πρώτη την έχει στα σίγουρα). Γιατί; Μα επειδή αρέσκεται να παίζει τις ευρωπαϊκές pop εμμονές του μέσα από ένα αμερικάνικο φίλτρο ημι-αστικής country και car song λογικής – δύο είδη πανίσχυρα ως γνωστόν στις Η.Π.Α.). Και ενώ οι στίχοι του μιλούν για καταστάσεις με τις οποίες θα μπορούσε να επικοινωνήσει ένας (Αμερικανός, τονίζω) πολίτης, η φωνή του τον προδίδει τραγικά. Πρώτον, διότι δεν διαθέτει βιωματικότητα και δεύτερον επειδή νιαουρίζει πάρα πολύ για να γίνουν πιστευτοί μερικοί στίχοι του. Και αν κι εδώ – στη θαυμάσια ομολογουμένως και αρκούντως περιποιημένη έκδοση – βρίσκονται μαζεμένα τα πλέον γνωστά τραγούδια του (“Late Night Nebraska”, “Dressed Up Like Nebraska”, “Directions”) δεν του δίνεις δεύτερη ευκαιρία διότι προτιμάς να πας στην Αγγλία για να ακούσεις τέτοιες μελωδίες – και ας λείπει η country εκεί εκ της συμβάσεως.

Χώρια που εκνευρίζεσαι διότι δεν καταλαβαίνεις πού τελικά θέλει να τραβήξει την ηχητική του καριέρα ο Rouse. Η pop που προσπαθεί να εισαγάγει είναι εκνευριστική διότι είναι αντιγραμμένη μέχρι και από Deus: αν το “65” δεν σας θυμίσει τραγούδι των Βέλγων από το Ideal Crush ακόμα και στη φωνή του Tony Barman, εγώ θα φάω το στέτσον μου. Και δυστυχώς μου έχει καρφώσει μία εικόνα η οποία (ακόμα πιο δυστυχώς) είναι μάλλον απόλυτα σωστή σημειολογικώς. Αν δηλαδή το απόγειο του αμερικάνικου (σύγχρονου) middle of the road είχε εξωτερικά γυρίσματα, θα ακούγαμε μαζί με την Τζένιφερ Άνιστον τον Josh Rouse να άδει μέσα από το στέρεο του αυτοκινήτου της, καθώς θα έφευγε στεναχωρημένη επειδή είχε κάποιο ερωτικό καβγαδάκι. Κάπως έτσι μένεις στο τέλος μονάχα με μια αληθινά εξαιρετική έκδοση, άξια 3,5 αστεριών.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured