At last (που έλεγε και η Etta James)...

Βαρύτονος γελαδάρης από την Iowa, ετών 30, αφήνει το άρμεγμα και πιάνει την κιθάρα. Είναι ένας «φτωχός και μόνος καουμπόη», ο οποίος τραγουδάει παλιομοδίτικα τα blues και τη folk με φωνή γέρικη (πολλά άφιλτρα, λέμε) και ψυχή νέγρικη, ενώ είναι πιο λευκός κι απ’ τον… Michael Jackson. Μπορείς να βρεις το παλικάρι αργά το βράδυ σε κάποια από τις pubs της πόλης του να πίνει μπύρες και να τραγουδάει a cappella στους συντοπίτες του παραδοσιακές Απαλαχιανές μελωδίες, blues του Δέλτα και country ιστορίες, με στήσιμο που θυμίζει Johnny Cash, Captain Beefheart αλλά και Tom Waits. Όμως ο William Elliott Whitmore δεν είναι καινούργιος στο επάγγελμα. Έχει ήδη μερικούς δίσκους στην πλάτη του και σχεδόν μια δεκαετία που γράφει και ηχογραφεί τη μουσική του για τη Southern Records, μέχρι που τον «τσίμπησε» φέτος η Anti.

Το σκηνικό στο “Mutiny” (το οποίο ανοίγει τον δίσκο και σημαίνει ανταρσία), θυμίζει αρκετά ομοσπονδιακές φυλακές δεκαετίας 1950 με τους κατάδικους να σκάβουν στα καταναγκαστικά έργα. Η μουσική υπόκρουση είναι drums που χτυπούν σε ρυθμό παρέλασης κι ο Whitmore ο οποίος αλυχτάει. Η δυνατή και γυμνή φωνή του στο “Spinning Wheel” θυμίζει έντονα Blood, Sweat & Tears, η spiritual χορωδία καταδίκων τα χώνει από πίσω, ενώ ξαφνικά ακούς στην επανάληψη τον στίχο «We don’t need no water/Let the motherfucker burn/Burn motherfucker, burn» να σκάει εμβόλιμα μέχρι που παθαίνεις έκλαμψη (ναι, είναι το “The Roof is On Fire” του Rock Master Scott). Αν και γελαδάρης, ο δημιουργός δεν τα πάει πολύ καλά με τον George Bush και ο στίχος «Burn Motherfucker, Burn» είναι ένα μικρό δωράκι-ευχή στον απερχόμενο πρόεδρο και στην πολιτική που άσκησε εντός κι εκτός Ηνωμένων Πολιτειών.

Ελαφρώς πολιτικοποιημένος στίχος και λιτές ακουστικές blues/folk μπαλάντες, banjo, κιθάρα και λίγο ακορντεόν χτίζουν τις γήινες μελωδίες του Animals In The Dark, με κεντρικό άξονα τη φωνή του Whitmore, που την κάνει ό,τι θέλει: την αλλάζει από blues και folk σε gospel, από soul σε country. Μια φωνή η οποία ακούγεται βαθιά και πικρή, θυμωμένη και ελπιδοφόρα όταν λέει ιστορίες για το χωριό του, για τον πατέρα του, για τους πολιτικούς που είναι “Animals In The Dark”, τσαρλατάνοι και απατεώνες, για τον Θεό και τον Διάβολο, για όσους ανθρώπους ακροβατούν στα όρια της απελπισίας και γι’ άλλους που πλέον είναι ήσυχοι, αφού βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα.

Αν και μερικές συνθέσεις στον δίσκο μοιάζουν κάπως αδύναμες, δεν μένεις εκεί. Ο Whitmore τα καταφέρνει έτσι, ώστε όχι μόνο σε κάνει να ακούσεις ολόκληρο τον δίσκο, αλλά να τον βάλεις και στο repeat. Αρκετοί εκπρόσωποι του είδους μπορούν απλώς να τινάξουν τη σκόνη του που μόλις έφαγαν. Ο «φτωχός και μόνος καουμπόη» από την Iowa το έχει, λέμε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured