Εκπρόσωποι σωστοί της ισπανόφωνης «ανεξαρτησίας», οι La Jr αφήνουν κατά μέρος τις έστω χαλαρές τραγουδιστικές τους φόρμες και με τα ίδια υλικά το ρίχνουν στην τρελή. Lounge πλήκτρα έρπουν νωχελικά μέχρι που κρύβονται προσωρινά στις τρύπες τους. Βαρύτονα σαξόφωνα πέρδονται απροειδοποίητα πάνω σε ελευθεριάζουσες jazz κλίμακες. Τα κρουστά, όποτε ελεούν να δηλώσουν παρουσία τουλάχιστον, πάσχουν επικίνδυνα από καρδιακές αρρυθμίες. Χαμηλόφωνα ριφάκια γρατζουνούν όσο πιο απαλά γίνεται folk-ίζοντα στρώματα. Ένας Σπανιόλος ψιθυρίζει λάγνα «που-ρου-που-πού», κάθε που ανάβει, σαν Ίβηρας Gainsbourg με μίνιμαλ κόφτες.

Κατά βάση σειριακές εναλλαγές. Ενδοσκοπικές παύσεις. Μοτοσακό εξατμίσεις. Παλ χρωματισμοί. Κατεστραμμένα περιγράμματα. Τούτοι οι τύποι αποδομούν συστηματικά τις ίδιες τους τις αποδομήσεις. Δεν πιστεύουν στην καθαρότητα, ούτε πολύ περισσότερο σε κάποια αλήθεια. Έστω στην προσέγγιση κάποιας αλήθειας. Δειγματίζουν ατμόσφαιρες και γίνονται βομβιστές τους. Υπογραμμίζουν τη σιωπή. Παιδιαρίζουν αγνά με τα στημένα τους πειράματα. Κόβουν συνεχώς τη συνουσία στη μέση, κοιτούν στο άπειρο και απολαμβάνουν τη στιγμή. Οι προορισμοί, άλλωστε, υπήρξαν πάντα υπερτιμημένοι. Ε ναι, λοιπόν, ο πολυπόθητος indie ρεφορμισμός λαμβάνει χώρα στην Ισπανία κι εμείς δεν έχουμε πάρει χαμπάρι το παραμικρό.

Πέη κυανά, κυρίες μου και κύριοι! Όλα τα παραπάνω, πέραν των συγκεκριμένων ηχητικών περιγραφών, τυχαίνει να συμβαίνουν αποκλειστικά εντός της δικιάς μου γκλάβας. Μάλλον, και για να είμαι σωστότερος, τα αναγκάζω να συμβούν, και θα μπορούσα κάλλιστα να παίξω μαζί σας το εκνευριστικό παιχνιδάκι της «προσωπικής μου αλήθειας», ακόμα κι αν διαθέτατε ίδια άποψη για το άλμπουμ. Της «προσωπικής μου αλήθειας» που εγγενώς εκφράζει την υφέρπουσα απαίτηση να μεταμορφωθεί σε σκέτη «αλήθεια», μόνο και μόνο επειδή πηγάζει από μένα.

Το γεγονός, βέβαια, πως τυχαίνει να βρίσκω ενδιαφέρουσα τούτη την ξέθωρη μεταμοντέρνα μουντζούρα, για εντελώς προσωπικούς λόγους – έχω κι εγώ τα θέματά μου βλέπετε – σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την αξία της. Στην ουσία της δεν είναι παρά μια συγκαλυμμένη έκφραση δειλίας και συντηρητισμού, η οποία στο όνομα του πειραματισμού και της αφαίρεσης ρητορεύει γενικότητες με «ψαγμένους» τρόπους, για να θρέψει τις αντισυμβατικές της εμμονές. Κοτσάρει, λοιπόν, ένα αντί- εμπρός απ’ το ότι καταπιάνεται – γιατί αναγκαστικά πρέπει να ετεροπροσδιοριστεί κάπως (στην περίπτωσή μας anti-folk, anti-jazz και λοιπές δυνάμεις) – και πουλάει μούρη στο τεχνοπάζαρο της μετά-εποχής μας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured