Γιατί σου άρεσε το ντεμπούτο της πιτσιρίκας από το Hammersmith με την ευγενή showbiz-ική καταγωγή; Γιατί πιθανότατα είχες να ακούσεις (και να αποδεχθείς) πολύ καιρό μια εντελώς, τελείως κοριτσίστικη φωνή που όμως δεν έκανε τυπικό girl bubble pop. Ακριβώς γιατί κάτω από το περιτύλιγμα των (όχι σπουδαίων) κι επιτηδευμένα αθώων φωνητικών της (τότε) 21χρονης, διέκρινες τη μοναδικότητα των στίχων της. Οι οποίοι περιέγραφαν με μοναδικά άμεσο τρόπο τη μετεφηβική κρίση των πρώτων twenties σε μια χαοτική μητρόπολη όπως το Λονδίνο.

Η πιτσιρίκα είναι προικισμένη. Μετέφερε αστραπιαία στο χαρτί όσα είχε βιώσει (και δόξα τις αταξίες της δεν έχει αλλάξει λιγότερα από 13 σχολεία) κι εξέφραζε – όχι σώνει και καλά – τη γενιά που ταμπουρώνεται στα social networks, καταναλώνει αφειδώς alcopops και θεωρεί τα ναρκωτικά τόσο καθημερινά όσο και η κόκα-κόλα, αλλά και τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ρουτίνας της. Κάπου παγιδευμένη ανάμεσα στον μακάριο καταναλωτισμό της μεσαίας τάξης και τη low life της εργατικής, μιλούσε για τo πώς φλερτάρουν, ερωτεύονται και ειρωνεύονται τα παιδιά που έπρεπε να κάνουν πράξη το «choose life» του Trainspotting, κι αυτά απλά «την έπιναν στο δωμάτιό τους» (“Alfie”). Και το σπουδαίο είναι ότι δεν τραγουδούσε μόνο αυτά τα στιγμιότυπα, αλλά ταυτόχρονα τα σχολίαζε με την καυτερή της γλώσσα. Φυσικά, τα περιθώρια βελτίωσης των συνθέσεων φαίνονταν (και ήταν) μεγάλα, αλλά το χεράκι του Mark Ronson τα έκρυβε σκορπίζοντας όλη αυτή την παιχνιδιάρα ska διάθεση στα 11 κομμάτια του άλμπουμ.

Παρασύρομαι και γράφω για τον πρώτο δίσκο της Lily Allen, δίνοντας τόση έμφαση, γιατί σχεδόν τίποτα από όλα αυτά δεν επαναλαμβάνεται στον φετινό. Το στιχουργικό της ταλέντο φυσικά δεν την εγκατέλειψε (έτσι κι αλλιώς τα κομμάτια της τα βλέπεις από μια lyrics-wise σκοπιά), αλλά ξοδεύεται ανούσια. Ξοδεύεται με μια επίφαση ωριμότητας. Άλλωστε, αυτά τα τρία χρόνια η Lily πέρασε διάφορα. Τα έφτιαξε, έχασε ένα παιδί και χώρισε με τον Ed των Chemical Brothers, σχεδίασε ρούχα, αναστάτωσε με επιστολές το βρετανικό κοινοβούλιο για οικολογικά θέματα. Αλλά, στο ντεμπούτο της, ήταν αυτή η στα μούτρα σου ωμή ανωριμότητα που γουστάραμε. Εδώ, αν εξαιρέσεις το “Not Fair”, όπου κονιορτοποιεί έναν δυνητικό σύντροφο («He calls me 15 times a day...Oh You’re Supposed to care/But you never make me scream...I spent ages giving head»), το φτιαγμένο με τα υλικά του σωστού pop crossover track “The Fear” και ίσως το χαριτωμένα αναιδές “Fuck You”, η Allen: ηθικολογεί εναντίον κοκαΐνης, αντικαταθλιπτικών και λοιπών ουσιών στο “Everyone’s At It” λέγοντας πώς τα παίρνουν όλοι «from grown politicians to young adolescents»…σώπα! (κάνει το ίδιο με στόχο τους ρατσιστές στο “Fuck You” αλλά εκεί τη σώζει η εμβατηριακή μουσική φόρμα του)• μιλάει με τον Θεό στο “Him” επιστρατεύοντας χιούμορ («Do you think that he’s skint or financially secure/And come election time I wonder who ‘d he vote for?») αλλά κι αφέλεια («He lost his will and can’t decide»)• προσπαθεί – αλλά δεν μπορεί – να παίξει στο electropop γήπεδο της Roisin Murphy (“I Could Say”)• έχει ανήλικες Σούπερ Κατερίνα εμπνεύσεις – καποιες αδιάφορες (“Never Gonna Happen”) και κάποιες καλύτερες όπως το “Chinese”.

Το σύνολο όμως είναι φτωχό. Παρότι την παραγωγή επιμελείται ο Greg Kurstin (των Bird & The Bee), ο οποίος έχει ειδικευθεί στo να δουλεύει με κορίτσια (Sophie Ellis-Bextor, Rilo Kiley, Britney, Kylie, Ladyhawke), στην παρούσα περίσταση δεν γεμίζει τα παπούτσια του – μεγαλομανή, «ποζερά» πλην ταλαντούχου – Ronson. Ψιλοαπογοήτευση, λοιπόν, που αφήνει μάλιστα κι ερωτηματικά για το μέλλον της Lily Allen. Γιατί αν παγιδεύεσαι σε «pop ταυτότητες και συνταγές» ήδη από το δεύτερο άλμπουμ, τότε κάτι δεν (θα) πάει καλά...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured