Να μια ενδιαφέρουσα συλλογή με αδιάλειπτη μουσική ροή, που μας ξεναγεί σε μια πιο ελκυστική και ασυνήθιστη πλευρά του indie ιδιώματος, γεφυρώνοντας 25 κομμάτια από ισάριθμες μπάντες, οι οποίες έχουν όλες τους φιλοξενηθεί από το Rare Book Room στούντιο. O ιδιοκτήτης του και παραγωγός Nicolas Vernhes συγκεντρώνει λοιπόν εδώ περισσότερο και λιγότερο γνωστά ονόματα που έχουν κατά καιρούς ηχογραφήσει στο στούντιό του – όπως τους Deerhunter, Silver Jews, Jewish, Telepathes, Palms, Samara Lubelski, Jane Tara O’Neill κ.α. – φτιάχνοντας ένα διπλό άλμπουμ γεμάτο με νέα ή ακυκλοφόρητα τραγούδια αποκλειστικά γι’ αυτό, το οποίο αποτελεί τελικά περισσότερο δικό του δημιούργημα, παρά των συμμετεχόντων.

To Living Bridge δεν είναι η συλλογή που σκοπό έχει να αναδείξει επιμέρους κομμάτια, αλλά αποτελεί κυρίως ένα ομοιόμορφο ηχητικό μόρφωμα, το οποίο δείχνει να ξεκινά με την εναρκτήρια νότα του πρώτου κομματιού του πρώτου δίσκου και βάζει την τελεία του με το τελευταίο κομμάτι του δεύτερου δίσκου. Ο Vernhes κάνει αξιομνημόνευτη δουλειά εδώ, δημιουργώντας την εντύπωση ενός μεγάλου ενιαίου κομματιού με το να επεκτείνει την εισαγωγή και το τελείωμα κάθε ξεχωριστού track. Επωφελείται φυσικά από τη συνοχή που παρουσιάζουν σε ατμόσφαιρα και ηχητικές λύσεις όσα κομμάτια έχει επιλέξει και τα συνδέει έτσι εύκολα, είτε με ομαλές μεταβάσεις απ’ το ένα στο άλλο, είτε με ξαφνικά περάσματα. Από τον πρώτο δίσκο ξεχωρίζει το “I Can’t Stand It” των Telepathe, που το ακολουθεί δίπλα-δίπλα στη σειρά το “Der Koenig” των Palms. Η shoegaze διάθεση του πρώτου συνδυάζεται με τη gothic-trance του δεύτερου, αλλά και το indie rock των Jews διαδέχεται αρμονικά την punk ραθυμία του “Lightning Song” των Blood On The Wall, χωρίς βέβαια να αφήνουμε στην άκρη την άριστη pop διαγωγή της Jane Tara O’Neill ή την πιανιστική ειλικρίνεια/απλότητα της Lia Aces. Φτάνοντας στον δεύτερο δίσκο, ο Theo Angell ερμηνεύει a capella το κατανυκτικό “Byegone”, που ακολουθείται από το εξίσου αξιόλογο “RIPeace” των Rings, αλλά και το “After Class” των Deerhunter και το electro “Amuse Bouche” των Fischerspooner.

Θετικά αποτιμημένη η γενική εικόνα του άλμπουμ, παρουσιάζει ωστόσο κάμψεις από ένα σημείο και μετά, καθώς είτε τα περάσματα ανάμεσα στα κομμάτια προκύπτουν αδικαιολόγητα απότομα, είτε κάποια από τα τραγούδια διαρκούν περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε – για να εξυπηρετούν προφανώς τους γενικούς στόχους του εγχειρήματος – δημιουργώντας κόπωση στον ακροατή. Αντιμετωπίζοντας πάντως συνολικά το Living Bridge, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, παρά τις αδυναμίες του, τολμά να παρουσιάσει μια διαφορετική, πειραματική άποψη και έναν καλό χειρισμό ετερόκλητων αλλά ταυτόχρονα συναφών ακουσμάτων και μουσικών αντιλήψεων απ΄ το ευρύ φάσμα του indie.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured