Κάπου στα 1845, ένας νεαρός άνδρας, με φρέσκια την αποφοίτησή του από το Χάρβαρντ, αποφασίζει να σηκώσει την αυτοσχέδια καλύβα του στις όχθες της λίμνης Γουόλντεν στη Μασαχουσέτη. Για σχεδόν 2 χρόνια ζει με τα απολύτως απαραίτητα, αν και λέγεται πως η μανούλα τον επισκέπτεται πού και πού, κουβαλώντας τα καλούδια της. Γράφει, στοχάζεται και τελικά εκδίδει το περίφημο Walden ή Η Ζωή Στο Δάσος, βασισμένο στη φυσιολατρική εμπειρία του.
Παραπάνω από εκατό και εξήντα χρόνια μετά, ένας άλλος νεαρός ζαλώνεται την κιθάρα του και αποσύρεται σε μια πιο σύγχρονη, αλλά πάλι καλύβα, κανα-δυo πολιτείες δυτικότερα, σ’ ένα απ’ τα δάση του Γουϊνσκόνσιν. Τα πρωινά πελεκάει κορμούς μπας και ζεστάνει το κοκαλάκι του, ενώ την υπόλοιπη μέρα παλεύει με τις χορδές τις ακουστικής. Καταλήγει στην αυτοκυκλοφορία, λίγο πριν μας διαολοστείλει το 2007, ενός άλμπουμ ονόματι For Emma, Forever Ago το οποίο παίρνει παγκόσμιες διαστάσεις εντός λίγων μηνών.
Ο λόγος για τους κυρίους Henry David Thoreau και Justin Vernon (Bon Iver το πιο οικείο). Ο πρώτος, ένας απ’ τους βασικούς εκπροσώπους (παρέα με τον Ralph Waldo Emerson) του κατά βάση φιλοσοφικού κινήματος των Αμερικάνων υπερβατιστών και ο άλλος ό,τι πιο συζητημένο κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή κάτω απ’ την ταμπέλα singer/songwriter. Βάζω τους δυο τους πλάι-πλάι, γιατί εκτός απ’ τις εμφανείς ομοιότητες στις ιστορίες τους, ευθύς αμέσως εξέλαβα τούτο το άλμπουμ ως γνήσιο απόγονο των ανησυχιών του Thoreau και μάλιστα εγγύτερο στις νατουραλιστικές περιοχές του υπερβατικού ρεύματος: αυτή η άπιαστη δηλαδή «πνευματική κατάσταση που τείνει να υπερβεί το φυσικό και το εμπειρικό», είναι αναμφισβήτητα παρούσα εδώ. Τη βιώνεις μέσα στην άυλη χαρτογράφηση των riffs και στη falsetto αιώρηση της φωνής, μα ακόμα περισσότερο (σχεδόν αλάθευτα) την αισθάνεσαι στον τρόπο που χρησιμοποιούνται οι λέξεις. Θέλω να πω πως το εννοιολογικό τους φορτίο –το αναγνωρίσιμο μέσω της εμπειρίας δηλαδή– απέχει ηθελημένα, ίσως και αναγκαστικά λόγω των φτωχών διαθέσιμων μέσων, για να δώσει τη θέση του στην ηχητική τους αξία. Λες και το άρρητο παίρνει σάρκα και οστά, μέσα απ’ την χειροπιαστή πραγματικότητα του τραγουδίσματος, δημιουργώντας ένα γοητευτικό οξύμωρο.
Ανάλογη διασύνδεση συναντάμε και με την «επιστροφή στην απλότητα», τον έτερο πυλώνα του υπερβατισμού. Τα εκτελεστικά και παραγωγικά απαραίτητα επί τω έργω (αυτό που λένε lo-fi και μας τα έχουνε ζαλίσει) μιλάνε από μόνα τους. Αν προχωρήσουμε όμως λίγο παραπέρα, ίσως διακρίνουμε κι ένα αντίπαλο δέος απέναντι στο ευρύτερο αστικό τραγούδι, μακριά απ’ την αδιαπραγμάτευτη πλέον επίδραση της πόλης, χωρίς βέβαια να χαθούμε στη μετάφραση, συνυφαίνοντας λανθασμένα το τελευταίο με τον όρο «urban». Ένα α-στικο τραγούδι, δηλαδή, συνειδητά αποκομμένο απ’ τις ανούσιες ευκολίες αλλά και τις τόσο ουσιαστικές πολυπλοκότητες της ψηφιακής εποχής, οι οποίες δηλώνουν παρούσες όχι μόνο στις αγαπημένες μουσικές μας, αλλά κυβερνούν ακόμα και την πιο ανάξια λόγου έκφανση της καθημερινότητάς μας.
Επισημαίνω πως αναφέρομαι σε επί της ουσίας αντίπαλος δέος, το οποίο επιλέγει πηγαία μια διαφορετική προσέγγιση. Και όχι σε χίπικα ραμολιμέντα τύπου Devendra Banhart και λοιπές βουκολικές φαιδρότητες με folk φερετζέ.