Οι Screaming Trees ήταν ένα από τα σημαντικότερα αμερικανικά συγκροτήματα, μόνο και μόνο επειδή διάθεταν την Καλύτερη Ανδρική Φωνή της Τελευταίας 15ετιας. Τελεία και παύλα. Ο Mark Lanegan ακόμη κι αν τραγουδούσε την Ψηλή Ραχούλα, το Έλα Να Πάμε Σε Ένα Μέρος, το Ματώνω, την Αυλή Του Παραδείσου, το Έλα Θεέ Μου του Γιώργου Κοινούση και το Copacabana του Barry Manilow, ακόμη κι έτσι θα ήταν ικανός να φέρει ανατριχίλες στο κάτω μέρος της σπονδυλικής στήλης.

Τραγικά αδικημένοι στην εποχή τους, οι Trees βρέθηκαν στουμπωγμένοι ανάμεσα στους ‘εμπορικούς’ Nirvana και τους ‘εναλλακτικούς’ Pearl Jam, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να βγάλουν ένα mainstream κομμάτι σαν το ‘Black Hole Sun’, ούτε να κάνουν ένα από τα καλύτερα βιντεοκλίπ της σύγχρονης αμερικανικής κινηματογραφίας (‘Runaway Train’). Έτσι, μοιραία βρέθηκαν να παλεύουν για την αναγνώριση μαζί με τους Mudhoney, παρά να εκτοξευθούν στην ίδια κατηγορία με τους συντοπίτες τους Soundgarden και Alice in Chains (και παρόλο που ήταν από τις πρώτες μπάντες που υπέγραψαν με μια μεγάλη πολυεθνική εταιρία). Όπως αποδείχτηκε όμως, το Pacific Northwest grunge κίνημα των αρχών των ’90, μας άφησε παρακαταθήκη κάτι πολύ περισσότερο από την Αναβίωση του Ροκ (όπως πολύ λανθασμένα προσπάθησαν να μας πείσουν τότε οι ‘έγκριτοι’ μουσικοκριτικοί, λες και το ροκ των ‘80s είχε ‘πεθάνει’ με τους Replacements ή τους Husker Du): το ‘Dust’ του ’96 δεν αποτελεί μόνο ό,τι καλύτερο ηχογράφησε ποτέ η παρέα του πρώην φυλακισμένου τραγουδιστή από το Ellensburg, αλλά κι ένα άλμπουμ που ακόμη και σήμερα ξεχωρίζει σαν διαμάντι μέσα σε αρκετά καρβουνιασμένα αποκαΐδια της μετά-grunge εποχής.

Το Ocean of Confusion: Songs of Screaming Trees 1990-1996 (όντως ταιριαστός τίτλος για ένα συγκρότημα που μόνο ομαλή πορεία δεν είχε) δεν ασχολείται καθόλου με την πρώτη περίοδο τους στις εταιρίες Velvetone και SST (πολλά τα χρέη τους στην φαζαρισμένη ψυχεδέλεια των ‘60s, εξ’ου και ο ήχος τους είναι κάτι μεταξύ Electric Prunes, Sonics και Black Sabbath, όπως φάνηκε από τα πρώτα άλμπουμ τους Clairvoyance (1986), Even If And Especially When (1987), Invisible Lantern (1988), Other Worlds (1988), Buzz Factory (1989) και Change Has Come (1990)), αλλά από το 1990, την εποχή δηλαδή που υπέγραψαν με την Epic (θυγατρική της Sony) και κυκλοφόρησαν το EP Something About Today (1990) (από όπου ακούμε το ‘Who Lies In Darkness’) και το ντεμπούτο τους Uncle Anesthesia (1991), με το εκπληκτικό ‘Disappearing’ (τι διάολο, ο Jim Morrison έφυγε από το κοιμητήριο Pere Lachaise και ανέλαβε χρέη τραγουδιστή στους Calexico;), το υπνωτικό "Alice Said" και το τραγούδι που τιτλοφορεί τη συλλογή, όλα παιγμένα με το κλασσικό αλά-Τrees ψυχεδελικό-stoner ήχο και τα παραμορφωμένα κιθαριστικά/μπασιστικά μέρη των αδελφών Conner (οι οποίοι προφανώς πίστευαν ότι η βαρύτητα των κιθάρων πρέπει να βρίσκεται σε άμεση αναλογία με το σωματικό σου βάρος).

Ο πρώτος ντράμερ Mark Pickerel αποχωρεί από τη μπάντα μετά την ηχογράφηση του ‘’Θείου’’ και ο Barrett Martin (της σπουδαίας φουρνιάς των Jimmy Chamberlin και Dave Grohl και με θητεία στους Mad Season μαζί με τον Llayne Staley και τον Mike McCready των Pearl Jam) παίρνει θέση πίσω από το ντραμ κιτ. Ο Lanegan την ίδια εποχή (1990) κυκλοφορεί το παρθενικό σόλο άλμπουμ του The Winding Sheet (στην ηχογράφηση του οποίου συμμετέχει και κάποιος… Cobain σε ένα κομμάτι-διασκευή ονόματι Where Did You Sleep Last Night, το οποίο έκτοτε έγινε και το αγαπημένο του μακαρίτη, όπως φάνηκε στο Unplugged του ’94) και ηχογραφεί με τα υπόλοιπα Δέντρα το Sweet Oblivion (1992), το πρώτο τους αριστούργημα με τον τραγουδιστή να φτάνει τη φωνή του σε μερικές απρόσιτες μέχρι τότε για την ανθρώπινη φυσιολογία οκτάβες. Εφτά κομμάτια συμπεριλαμβάνονται στην εν λόγω συλλογή: το single "Nearly Lost You" (που έγινε διάσημο όταν ακούστηκε στην ταινία Singles του Cameron Crowe), το παγωμένο έπος του "Shadows of the Season", το ζεπελινικό "Dollar Bill", το βαλτωμένο βαθιά μέσα στις ίδιες του τις κιθάρες "Julie Paradise" και οι garage-psych grunge ύμνοι ‘’Butterfly’’, ‘’For Celebrations Past’’ και ‘’More Or Less’’, ενώ δεσπόζει με την απουσία του ένα από τα καλύτερα κομμάτια του καταλόγου τους, το "Winter Song" (δεν θα έπρεπε να λείπουν από την συλλογή αυτή στίχοι όπως ‘’Dead end street/just out my back doorI heard what’s seen/a young girl laughing/Now raindrops fall away like souls/I wondered if she ever heard mine dying’’).

Και μετά ήρθε το Dust (1996), το καλύτερο grunge άλμπουμ για όλους όσοι μισούν το grunge. Επηρεασμένο βαθύτατα από τις θρησκευτικές αναζητήσεις του Lanegan μετά το σόλο άλμπουμ Whiskey For The Holy Ghost και την περιοδεία του μαζί με την uber-μεταφυσική/θρησκευτική μορφή που ακούει στο όνομα Johnny Cash, το άλμπουμ δικαιολογεί τον τίτλο του: είναι ‘σκονισμένο’ από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο με εικόνες από τον αμερικανικό βορρά, ανατολίτικες μελωδίες ("Halo of Ashes" και "All I Know", τα οποία για αδιευκρίνιστο λόγο δεν περιέχονται εδώ), ένα εκτυφλωτικό κιθαριστικό σολάρισμα στο ''Make My Mind’’, το ελεγειακό ‘’Dying Days’’, το, ό,τι πιο κοντινό στο Sweet Oblivion, "Witness", το επικό κλείσιμο του "Traveler" και φυσικά το "Sworn and Broken" (με το θεϊκό Wurlitzer αρμόνιο του τεράστιου session-ά Benmont Tench στη μέση του κομματιού). Ο παραγωγός George Drakoulias συμπεριέλαβε στο άλμπουμ mellotron, sitar και μερικά ακόμη σπάνια κρουστά, κάνοντας το να μοιάζει σαν το εγγονάκι Χαμένων Διαμαντιών σαν το Oar του Skip Spence.

Οι Screaming Trees διαλύθηκαν επίσημα το 2000.Καταλαβαίνουμε την ανάγκη της εταιρίας να ξεθάψει τον κατάλογο του συγκροτήματος και να φτιάξει το πρώτο συγκεντρωτικό best of της καριέρας τους, ειδικά τώρα που ο Mark περνάει μια παρατεταμένη περίοδο δεύτερης μουσικής εφηβείας, ξενερωμένος από αλκοόλ και πρέζα και με πρωτόφαντη για τον ίδιο δισκογραφική δραστηριότητα (τόσο ως σόλο καλλιτέχνης, όσο και με τους Queens), αλλά έξι σχεδόν χρόνια μετά την επίσημη διάλυση της μπάντας, αλήθεια χρειάζεται κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν η συλλογή στολιστεί με τρία ακόμη τραγούδια που δεν είχαν περιληφθεί σε κανένα άλμπουμ τους, τα "E.S.K." (υπήρχε μόνο ως bonus track στην Ιαπωνική version του Sweet Oblivion), και τα βουτηγμένα στα blues "Watchpocket Blues" και ''Paperback Bible" που ηχογραφήθηκαν αμφότερα το 1994 κι αποτελούν ένα καλό δείγμα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει με το Dust.

Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο soundtrack κηδείας από Screaming Trees. Τάσο, αν πεθάνω πρώτος, θερμή παράκληση να με θάψεις με τα ηχεία να παίζουν Lanegan μέσα στην εκκλησία. Αν πάλι είμαι πιο τυχερός και γίνει δεκτό το αίτημα μου να αποτεφρωθώ, θα ήθελα πολύ η Σκόνη μου να είναι εφάμιλλη του Dust…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured