Ηγετική μορφή και βοκαλίστας του συγκροτήματος είναι ο Stephen Mcbean, υπεύθυνος για τη γένεση των Jerk With A Bomb (πρωτίστως) και των low-fi classic rockers Pink Mountaintops (μεταγενέστερα) - δύο πανέμορφα στολίδια της πάντοτε δραστήριας μουσικής σκηνής του Βανκούβερ.

Η πολυσυλλεκτικότητα που χαρακτηρίζει το παρθενικό άλμπουμ των Black Mountain καθώς και η επιτυχία με την οποία το εν λόγω κουιντέτο παντρεύει αρμονικά το παλιό με το σύγχρονο ενδέχεται να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις στους επίδοξους ακροατές του. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα ξεφυσήσουν νοσταλγικά αναπολώντας την κοχλάζουσα ψυχεδέλεια των late 60s, τα ρωμαλέα proto-metal μπουκώματα των ενισχυτών ηλεκτρικής κιθάρας Marshall, ίσως κάποιους αγαπημένους blues men αλλά και μπάντες μεγαθήρια σαν τους Velvet Underground. Oι δε νεότεροι θα αναγνωρίσουν με ευκολία κάποιες πιο επίκαιρες (άρα και οικείες) μουσικές φόρμες και ίσως νιώσουν την περιέργεια να σκαλίσουν ένα – όχι και τόσο - μικρό κομμάτι της ροκ ιστορίας προκειμένου να συμπληρώσουν κάποια πιθανά κενά γνώσης. Οι Black Mountain, αν και παρουσιάζουν αναχρονιστικές τάσεις όσο αφορά τα προσωπικά τους γούστα, έχουν ωστόσο μεγάλη συναίσθηση της χρονικής στιγμής που επέλεξαν να ανοίξουν τα φτερά τους, γεγονός που σε καμία περίπτωση δε τους καθιστά γραφικούς νοσταλγούς μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Αντιθέτως, οι συνθέσεις που σκαρφίζονται λειτουργούν ως μια ακουστική απεικόνιση ενός άκρως σημαντικού τμήματος πάνω στο μουσικό γενεαλογικό δέντρο ρίχνοντας άπλετο φως σε εκείνα τα σχεδόν αόρατα νήματα που δένουν το χθες με το σήμερα.

Ο ήχος των ΒΜ διαθέτει μια ζεστή αναλογική χροιά αφήνοντας στην ατμόσφαιρα μια αιωρούμενη live ψευδαίσθηση, πράγμα που δεν οφείλεται μόνο στον πιθανά ικανότατο παραγωγό αλλά και στους ίδιους τους μουσικούς οι οποίοι συμπεριφέρθηκαν στο υλικό τους με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν πάνω στο σανίδι ενός συναυλιακού χώρου.

Ο δίσκος ανοίγει με μια ραφιναρισμένη retro σπουδή (‘Modern music’) φέρνοντας στο νου άλλοτε το ζωηρό rhythm section των Velvet Underground και άλλοτε την καλοπροαίρετη τρέλα των Giddy Motors μέχρι να φτάσει σε ένα απρόβλεπτο και συνάμα δυναμικό φινάλε. Τη σκυτάλη παίρνει το ‘Don’t rum our hearts around’ αφήνοντας στην εισαγωγή του σαφείς stoner υπαινιγμούς χωρίς ωστόσο να περιοριστεί σε αυτό, ενώ μυριάδες βαρύγδουπα και κοφτά κιθαριστικά riff προελαύνουν κατά μήκος του ‘Draganaut’ γυρνώντας τον χρόνο πίσω τουλάχιστον κατά τρεις δεκαετίες. Γεμάτο φρεσκάδα το ‘No satisfaction’ προκαλεί μικρές εκρήξεις ευθυμίας υποχρεώνοντας τα πλήθη να επιδοθούν σε χορούς κυκλωτικούς. Ένα πέπλο μυστηρίου αγκαλιάζει το αργόσυρτο ‘Set us free’, ίσως το ίδιο που καλύπτει και το υπνωτισμένο σώμα του ‘No hits’. Δύο στροφές πριν ολοκληρώσω το ταξίδι μου ακούω τις μελωδικές αναθυμιάσεις του ‘Faulty times’ να κάνουν επίκληση στις καλύτερες ψυχεδελικές μπαλάντες των Brian Jonestown Massacre, για να πατήσω επιτέλους στη χιονισμένη κορυφή του «Μαύρου Όρους» όντας μεθυσμένος από το, σχεδόν επικό, ‘Heart of snow’.

Κλείνοντας θα ήταν κρίμα να μην αναφερθεί η πολύτιμη συμβολή της Amber Webber στα φωνητικά – μέλος των αγαπητών Call And Response - μια και η παρουσία της χρωμάτισε με τρόπο μοναδικό αυτό το, έτσι κι αλλιώς, άκρως ελκυστικό άλμπουμ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured