Πως λέμε Philip Glass, Wim Mertens, Michael Nyman…ε, καμία σχέση! Αν αυτοί στέκουν ως θιασώτες του μινιμαλισμού, τότε ο Andrew Lloyd Webber παραμένει ξεδιάντροπα μαξιμαλιστής (!) εδώ και 3 δεκαετίες. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία Jesus Christ Superstar μεταφέρθηκε σχεδόν άμεσα (1973) στον κινηματογράφο ως μια ψυχεδελική ανασύσταση από τον Norman Jewison, ενώ η Evita του περίμενε 18 χρόνια (1996) με αποτέλεσμα μια μουσικά αναχρονιστική ταινία, που μεταφράστηκε περισσότερο ως μια προσωπική επιτυχία της Madonna. Αυτή τη σαιζόν ήρθε η στιγμή για το πλέον αναγνωρίσιμο και υπερ-επιτυχημένο Phantom of the Opera.

Το συγκεκριμένο μιούζικαλ συνοδεύει ο μύθος της πιο επιτυχημένης παράστασης όλων των εποχών. Οι ρομαντικές ποιότητες του μυθιστορήματος του Gaston Leroux έδωσαν την ευκαιρία στον Webber να επιστρέψει τις μουσικές φόρμες του σύγχρονου μιούζικαλ στην καταγωγή του (οπερέτα), ενώ ο γοτθικός τρόμος της ιστορίας να δημιουργηθεί μια παράσταση extravaganza βασισμένη κατά πολύ σε υποβλητικά σκηνικά και εντυπωσιακά τεχνικά εφφέ. Πάνω απ’ όλα όμως, το Phantom είναι το αριστούργημα του Webber. Οι οργιαστικά πλούσιες μελωδίες του και οι δομή τους επανέφεραν τη μεγαλοπρέπεια και την ποικιλία της όπερας, στα χνάρια του πιο αντιπροσωπευτικού συνθέτη οπερέτας, του Offenbach, ενώ χρησιμοποιεί κατά κόρον και τη τεχνική leitmotif του Wagner. Αποτελεί έναν τέλειο συνδυασμό κλασικής μουσικής εμποτισμένης με ποπ και ροκ στοιχεία της μουσικής του ’80. Κάτι ανάλογο είχε ήδη αποπειραθεί όταν για το Song and Dance το 1982 (4 χρόνια πριν) είχε διασκευάσει Paganini για τα Variations δηλώνοντας πως η κλασική μουσική δεν ήταν παρά η ποπ των περασμένων αιώνων!! Με τη συνδρομή των Charles Hart και Richard Stilgoe στους στίχους και με πρωταγωνιστές την τότε σύζυγό του Sarah Brightman και τον Michael Crawford, το Phantom αποτέλεσε τον απόλυτο θρίαμβο του συνθέτη.

Φέτος και μετά από 18 χρόνια η κινηματογραφική μεταφορά του Phantom αποτέλεσε από τα γυρίσματα κιόλας, αφορμή για να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό αρχικά από το σύνολο των Phan(!). Ο διεκπεραιωτικός Schumacher θα σκηνοθετούσε κατόπιν προσωπικής επιλογής του ίδιου του Webber, ενώ όσοι ήλπιζαν να δουν τους θριαμβευτές επί σκηνής Brightman και Crawford να επαναλαμβάνουν τους ρόλους τους, ήρθαν αντιμέτωποι με τα άγνωστα ονόματα των Emmy Rossum(Christine), Patrick Wilson(Raoul) και Gerard Butler(Phantom).

Πέρα από την φωνητική ταύτιση γνωστών ρόλων, αυτό που ενδιαφέρει είναι η ανανέωση των ερμηνειών σε οποιοδήποτε έργο. Πέρα από τους τραγουδιστές εν προκειμένω, παραμένουν ως ρόλοι το Phantom, η Christine και ο Raoul. H 17χρονη Rossum αποδεικνύεται ιδανική για το ρόλο γιατί έχει εκπαιδευμένη φωνή (από τα 7 τραγουδά για τη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης) και πολύ σημαντικό είναι το γεγονός πως βρίσκεται κοντά στην ηλικία της Christine για να πείσει τον κινηματογραφικό φακό και να δείξει πως η φωνή της ωριμάζει κατά τη διάρκεια του έργου και με την καθοδήγηση του Φαντάσματος γίνεται πιο μεστή. Ακούστε για παράδειγμα το Think of me και την εντυπωσιακή επίδειξή της στη φωνητική κλίμακα στο τέλος του κομματιού που είναι πολύ τεχνική και αντιπαραβάλλετέ την με την αυτοπεποίθηση με την οποία τραγουδά το Point of no return λίγο πριν από το φινάλε. Στο θέατρο φυσικά και δεν θα ‘ταν εύκολο να τραγουδά μια 16χρονη καθημερινά γι’ αυτό και η Brightman ως «υπνωτισμένη» σοπράνο ήταν ιδανική αλλά πλέον έχει πατήσει τα 40.

Ο Patrick Wilson έχει θεατρική εμπειρία στα μιούζικαλ και η φωνή του είναι λυρική. Στην ερμηνεία του ως Raoul είναι πιο επιθετικός από τον Steve Barton του original cast χωρίς να ξεχνά ότι πρέπει να είναι το αντίθετο του φαντάσματός τονικά και η φωνή του συμπληρώνει ταιριαστά εκείνη της Rossum στα ντουέτα All I ask for you και Twisted every way.

Τώρα, όσον αφορά τον Gerard Butler… Ο Michael Crawford θριάμβευσε με τη χαρακτηριστική του φωνή στο ρόλο του Φαντάσματος και η ερμηνεία του είναι αξεπέραστη. Απ’ την άλλη πολλοί έχουν ερμηνεύσει το ρόλο στις διάφορες παραστάσεις ανά τα χρόνια και λίγοι θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Η αισθαντική του φωνή μπορούσε να αντεπεξέλθει των δυσκολιών στις υψηλές νότες, αλλά παράλληλα να προσδώσει γοητεία, τρόμο, ακόμα και χιούμορ όπου ήταν απαραίτητο. Εκ των προτέρων λοιπόν η συγκρίσεις αδικούν τον Butler. Για την επιλογή του το κριτήριο αρχικά ήταν η εμφάνιση και δευτερευόντως η φωνή (ασφαλώς απαράδεκτο μιας και μιλάμε για έναν ρόλο σε μιούζικαλ με απαιτήσεις). Έγινε για να μπορέσει να επικοινωνήσει η ταινία με ένα πιο νεανικό κοινό και επειδή ο Schumacher ήθελε ένα νεώτερο και πιο sexy Φάντασμα. Όμως, η φωνή του, παρόλο που δεν είναι τενόρου, μπορεί και στέκει στην πρόκληση του Music of the Night. Στη δεύτερη πράξη παραμένει μονοδιάστατα οργισμένος και η φωνή του παραπέμπει σε τραγουδιστή ροκ-μέταλ συγκροτήματος, παρά στον πληγωμένο μουσικοσυνθέτη που είναι το Φάντασμα, το οποίο επικοινωνεί με τη μουσική του λόγω της αποκρουστικής εμφάνισής του. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με την ερμηνευτική προσέγγιση του ρόλου δραματουργικά, που είναι διαφορετική στην ταινία, και δευτερευόντως με τη φωνή. Ο ίδιος ακούγεται πιο κινηματογραφικός και αν μη τι άλλο δεν ακούμε μια επανάληψη-μίμηση του Crawford που υπάρχει ήδη δισκογραφικά.

Σχετικά με τη μουσική απόδοση ο Webber με τους μόνιμους συνεργάτες του Nigel Wright (συμπαραγωγός), Simon Lee (μαέστρος) και David Cullen (ενορχήστρωση) δεν ανανεώνουν τόσο ηχητικά τις παρτιτούρες, όσο τις εμπλουτίζουν. Με ορχήστρα 120 ατόμων συνοδεύουν στιβαρά τις άριες Think of Me καιWishing you were somehow here again, ενισχύουν το μυστήριο (Angel of music, I remember), αποτιούν φόρο τιμής στην οπερέτα με χιούμορ (Notes/ Prima Donna), αφήνουν ακέραια το ρομαντικό All I ask of you και το ντελιριακό Masquerade. Το εμβληματικό Phantom of the Opera δυστυχώς κόπηκε στο μισό για οικονομία φιλμικού χρόνου. Η προσθήκη της ακουστικής κιθάρας ανανεώνει το τραγούδι, αλλά ο ήχος από χέρια να χτυπούν παλαμάκια (απομεινάρι από ‘80s διασκευή) θα μπορούσε να είχε αφαιρεθεί. Ευτυχώς αυτές οι 6 νότες παραμένουν ανά τα χρόνια το ίδιο σοκαριστικές. Στην όπερα του φαντάσματος Don Juan Triumphant τη στιγμή που το Φάντασμα αποκαλύπτεται κυριολεκτικά (όταν η Christine βγάζει τη μάσκα μπροστά στο έντρομο κοινό) και μεταφορικά (μέσα από τη σύνθεσή του) ο Webber ενσωματώνει περισσότερο μοντέρνα στοιχεία (tango) στο αξέχαστο Point of no return (αν και μας έλειψαν τα κρουστά από την original ηχογράφηση). Στο 12λεπτο φινάλε η μουσική πια ολοκληρώνει με υπενθυμίσεις των θεμάτων-leitmotifs και, χρησιμοποιώντας ντουέτα, τρίο, χορωδία με μια απίστευτη ευκολία από συνθετικής πλευράς, μέσα από την πολυπλοκότητα, δεν ξεχνά να επικεντρώνεται στη συγκίνηση ενός μεγάλου θεάματος.

Κυκλοφορούν 2 εκδόσεις του κινηματογραφικού soundtrack. Στην πρώτη υπάρχουν τα highlights, ενώ στη δεύτερη θα βρείτε τραγουδισμένο όλο το σενάριο και δυο νέες παρτιτούρες του Webber για τη συνοδεία δυο σκηνών (flashback στην προϊστορία του Φαντάσματος και τη διαδρομή προς το νεκροταφείο). Και στις δυο θα βρείτε το καινούριο τραγούδι Learn to be lonely για τους τίτλους τέλους της ταινίας, που τραγουδά η Minnie Driver (η οποία στην ταινία υποδύεται ντουμπλαρισμένη την υστερική ντίβα La Carlotta) και το οποίο, αν και σχετικά μέτριο, βρίσκεται στην πεντάδα των υποψήφιων τραγουδιών για oscar.

Για τους νοσταλγούς του πρωτότυπου υπάρχει και το original london cast από την ηχογράφηση του 1986 (αν και όσοι διαβάζεται ακόμα θα το έχετε ήδη!!).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured