Δεν χωράει αμφιβολία ότι η παραγωγή παίζει τεράστια σημασία στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα ενός δίσκου. Από την άλλη, κανείς πιστεύω δεν μπορεί να παραπονεθεί για την κακή παραγωγή σε έναν πανκ δίσκο, αντίθετα, όσο πιο τραχιά και «βρωμική» είναι η καταγραφή του ήχου μιας πανκ μπάντας, τόσο το καλύτερο για τον ακροατή της. Ως εκ τούτου, μας φαίνεται άστοχη η επιλογή του Rick Rubin απ’ τη μεριά των (International) Noise Conspiracy – ή και της εταιρίας τους, ή και των δύο – για την καρέκλα του παραγωγού σ’ αυτό το τέταρτο άλμπουμ τους.

Ο Rubin γνωρίζει τον τρόπο να κάνει θαύματα επάνω στην κονσόλα και δεν είναι και λίγα τα συγκροτήματα που ηχογράφησαν τα αριστουργήματά τους με τη βοήθειά του. Τους αγαπημένους μας Σουηδούς μια φορά δεν τους βοήθησε και πολύ, το μόνο που κατάφερε είναι να ισοπεδώσει την ορμή τους και τον τσαμπουκά του ήχου τους και να τους μετατρέψει σε μια ακόμη μπάντα που βγήκε από το γκαράζ με πανκ αντίληψη και καλές ιδέες, μα ευελπιστεί να περάσει και μια βόλτα από τα εναλλακτικά charts, αν όλα πάνε καλά.

Το όνομα μια φορά βοηθάει να στραφούν κάποια βλέμματα προς τη μεριά τους, από εκεί και πέρα όμως κανείς απ’ τους παλιούς τους φίλους δεν θα βρει τις ίδιες απολαυστικές στιγμές που μας χάρισαν με άλμπουμ όπως το “Survival Sickness” ή το “A New Morning, Changing Weather”. Ακόμη και το πρόσφατο live στη χώρα μας αποδείκνυε ότι εξακολουθούν να είναι κοφτεροί σαν μαχαίρι, κάτι τέτοιο πάντως δεν μεταφράζεται και στα όσα ακούμε στα νέα τους τραγούδια, έτσι τουλάχιστον όπως είναι αποτυπωμένα στο δίσκο.

Η στιχουργική πολεμική τους είναι παρούσα, αν και πάλι όχι στον ίδιο βαθμό με τις παλιότερες δουλειές τους. Όταν όμως στους προσκεκλημένους μουσικούς συναντάς τον παλιό, κλασικό οργανίστα Billy Preston (γνωστό απ’ τη συμμετοχή του σε δίσκους των Beatles) ή τον επίσης οργανίστα Benmont Tench (από τους Heartbreakers του Tom Petty) – να αναφέρουμε ακόμη πληροφοριακά την Charlotte Hatherley των Ash -, τότε τα πράγματα είναι ελαφρώς ύποπτα. Δεν υπάρχει πρόβλημα με κάποιον όταν θέλει να γίνει καλύτερος στον τρόπο που ηχεί, υπάρχει όμως όταν αυτό που πρεσβεύει σέρνει πίσω του μια συγκεκριμένη προϊστορία.

Οι (International) Noise Conspiracy προχωρούν σε μαλακότερες εκδοχές του πανκ ήχου, κι όσο κι αν παραμένουν καλοί σ’ αυτό που κάνουν, εμείς θα τους θέλαμε δύο φορές καλύτερους και περισσότερο επικίνδυνους, επειδή ακριβώς γνωρίζουμε ότι είναι σε θέση να το κάνουν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured