Είναι προφανώς δύσκολο να συνδεθεί κανείς συναισθηματικά με ανάλογες συλλογές αν δεν έχει ζήσει την περίοδο των extended mixes στα maxi singles και μάλιστα στο ρόλο εκείνου που αναλάμβανε να ξεσηκώσει την πίστα στις ντισκοτέκ. Τι σας λέμε τώρα, εποχές που έχετε συνδέσει με άθλια αισθητική, αλλά που παράλληλα ευθύνονται τα μάλλα για τη χορευτική μουσική όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Οι εποχές έχουν αλλάξει, φυσιολογικές οι μεταλλάξεις της dance κουλτούρας, αλλά αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι με την μουσική και ρυθμολογική της φύση οι βάσεις τέθηκαν σ'εκείνη την πρώιμη disco εποχή με την σταδιακή μετατροπή του dj σε πρωταγωνιστή-δημιουργό. Ο δημιουργικός ρόλος αυτός δεν του ανατέθηκε ξαφνικά, αντίθετα κερδήθηκε από την εποχή που άρχισε να τον απαιτεί, δηλαδή πριν τη δεκαετία του 80 κι απαρχή ήταν φυσικά τα δωδεκάιντσα singles που είναι και το κεντρικό θέμα αυτής της συλλογής.

Ο αρχικός τους στόχος ήταν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των disk-jockeys που απαιτούσαν κομμάτια περισσότερο κοντά στις ανάγκες του dancefloor, ακόμα και για τεχνικούς λόγους. Η "disco version" ή "disco mix" ή "extended mix" αργότερα σήμαινε ότι η διάρκεια του κομματιού ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που προοριζόταν για radio play, αλλά δεν περιοριζόταν εκεί. Οι DJs των disco ήταν οι πρώτοι που καίγονταν περισσότερο για την τεχνική ποιότητα των δίσκων που έπαιζαν, περισσότερο από τους συναδέλφους τους στο ραδιόφωνο. Όσοι θυμάστε την εποχή (που δεν είναι και πολύ πολύ μακριά) με τα φτηνιάρικα πικάπ σε εφηβικά πάρτυ που πάνω από ένα volume και μετά "μικροφώνιζαν" στα LPs, θα έχετε μια ιδέα (μαζί και ο γράφων), αλλά πρακτικά ακόμα και σε καλά συστήματα τα 12ιντσα κατάφερναν να έχουν σαφώς ανώτερη αναπαραγωγή σε υψηλό volume και πολύ περισσότερο μπάσο για παίξιμο σε night club. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η εμφάνιση και η φιλοσοφία αυτών των extended mixes με τα beats να επαναλαμβάνονται διαρκώς, πέρα από την προγραμματισμένη από τον δημιουργό δομή κουπλέ-ρεφρέν, γέννησαν και την dance μουσική όπως τη γνωρίζουμε. Όλα αυτά 30 περίπου χρόνια πριν, με την κλασική πλέον κυκλοφορία του 'Ten Percent' των Double Exposure που από τρία λεπτά κομμάτι εξελίχθηκε σε εντεκάλεπτο χορευτικό δυναμίτη που έκανε το μπαμ στο disco underground.

Όσο για το αν αυτές οι extended mixes δημιουργήθηκαν με αποκλειστικό στόχο κάποιες τεχνικές ανάγκες ενός dj, εκεί υπάρχουν διαφωνίες. Ένας εκ των σκαπανέων της φάσης αυτής, ο Tom Moulton (σ' αυτόν ανήκουν εκατοντάδες disco mixes -σίγουρα κάπου θα έχετε πετύχει το όνομά του) είχε κάποτε ισχυριστεί ότι όλα αυτά δεν έγιναν με στόχο αποκλειστικά τον dj, αλλά πάλι εκείνον που ήθελε να χορέψει, να διασκεδάσει. Ο στόχος ήταν σε κάποια φάση στη μέση του τραγουδιού να γίνει το διάλειμμα μόνο με drum breaks ώστε σε κάποια φάση να επανέλθει η κανονική μουσική και να προκαλέσει ενθουσιασμό και πάλι στην πίστα. Και σίγουρα όχι για να διευκολύνει τον dj να βρει το σημείο που θα αλλάξει το κομμάτι. Βέβαια, σιγά σιγά το μιξάρισμα μπήκε σε συγκεκριμένη φόρμουλα, αφού όπως και να το κάνουμε ήταν μια καλή ευκαιρία στα 70s για να προλάβει κανείς να σηκωθεί από την καρέκλα του και να χορέψει σε μια επιτυχία, προτού τελειώσει η 3λεπτη διάρκεια (κι ο δε dj άνετα θα μπορούσε να μιλήσει με μια γκόμενα ή να κατουρήσει, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση).

Το μιξάρισμα μάλιστα γινόταν στην αρχή ζωντανά, με δύο διαφορετικές κόπιες του δίσκου να παίζουν στα ίδια beats και να παρατείνουν το κομμάτι. Και σιγά σιγά οι djs αυτοί έπρεπε να αποκτήσουν περισσότερες τεχνικές και στουντιακές γνώσεις (για ακόμα καλύτερη ποιότητα) και γεννήθηκε το στουντιακό remix που απέκτησε σταδιακά και τον αποδομητικό του χαρακτήρα.

Είναι γεγονός ότι πολλά από τα maxi-singles της εποχής εκείνης έχουν χαθεί δια παντός κι αποτελούν σπάνια βινυλιακά αποκτήματα. Στις συλλογές βρίσκουμε σχεδόν αποκλειστικά τις διαθέσιμες album versions disco και 80s ποπ επιτυχιών. Έτσι το νέο (σχετικά) trend επιβάλλει την εμφάνιση πολλών επιτυχιών σ' εκείνη την extended mix μορφή, με τη μεγαλύτερη εισαγωγή, το κομμάτι στη μέση που περιορίζεται στα beats μόνο και το μακρύ τελείωμα. Είτε σε μορφή mp3 σε προγράμματα ανταλλαγής αρχείων, είτε σε αυτοσχέδιες συλλογές μέτριας ποιότητας που ανταλλάσσονται (συνήθως με απλή αναλογική μεταφορά και δίχως επεξεργασία), είτε στις ξένες ποιοτικές συλλογές με remastering.

Υπάρχει ένα κοινό που πραγματικά διψάει για να ακούσει αυτές τις εκτελέσεις που μυρίζουν πολύ περισσότερο ντισκοτέκ απ' ότι εκείνες που έχει συνηθίσει να βλέπει σε επανεκδόσεις και συλλογές. Και τις απαιτήσεις του κοινού αυτού εν Ελλάδι καλύπτει αυτή η συλλογή, με επιλογές του dj Βασίλη Γεωργουλάκη από το ρεπερτόριο της Universal, όπως Eric B & Rakim - Paid in Full, Dennis Edwards - Don’t Look Any Further, Rick James - Super Freak, Donna Summer - She Works Hard For The Money, L. O’Malley - First Be A Woman, Bobby Brown - My Prerogative (να ένα extended mix ...σχεδόν remix), The Earons - Land of Hunger (πολύ πιο αγαπημένο από άλλα χιλιοπαιγμένα), Kool & the Gang - Fresh, Womack & Womack - Teardrops, Kim Wilde - You Keep Me Hangin' on. Η εγγραφή έγινε απευθείας από τα βινύλια με το Digidesign HD 192 και το Pro tools TDM, ενώ ακολούθησε αποθορυβοποίηση, mastering και digital remastering, με αποτέλεσμα η ποιότητα να είναι μοναδική και η δουλειά σαν project αρκετά αξιόλογη, παρά τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς στην επιλογή των τραγουδιών (είναι αλήθεια ότι κάποια από αυτά αδυνατούμε να τα ακούσουμε για νιοστή φορά).

Μετά από αυτό πάω να ψάξω την πρώτη μου αυτοσχέδια cd συλλογή από αναλογικές μεταφορές 80s maxi-singles -είμαι σίγουρος ότι πολλοί από τους πρώτους κατόχους cd-recorders θα το είχαν κάνει για την "προστατεύσουν". Ο ήχος είμαι σίγουρος ότι θα είναι άθλιος, το cd αμφιβάλλω αν θα παίζει (ευτυχώς υπάρχει το εξώφυλλο που είχα φτιάξει υποτυπωδώς στον υπολογιστή τότε), αλλά αξίζει τον κόπο αυτό το μικρό σφίξιμο της καρδιάς, έτσι;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured