Να που ένα εντελώς ακουστικό άλμπουμ σαν αυτό των Iron and Wine αποδεικνύει πως ακόμα και στις ημέρες μας, αρκεί μία ακουστική κιθάρα και μία χαρισματικά συναισθηματική φωνή για να φτιαχτεί ένα πλούσιο σε εικόνες και – το κυριότερο- μελωδίες άλμπουμ. Ποιος όμως κρύβεται πίσω από το όνομα των Iron and Wine; Ο Sam Beam από το Μαϊάμι, που από τον Σεπτέμβρη του 2002 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ κάτω από το όνομα του συγκροτήματος αυτού και κέρδισε με το καλημέρα την εκτίμηση των κριτικών ανά τον κόσμο. Με διάλειμμα ενός ep και ενός single, επιστρέφει λοιπόν με αυτό το δεύτερο long play άλμπουμ, που δείχνει να του δίνει και την εμπορική αναγνώριση που του άξιζε, μιας και ολοένα πληθαίνουν τα εκθειαστικά δημοσιεύματα για το τελευταίο του αυτό πόνημα.

Οι εξαιρετικής ομορφιάς δακτυλισμοί του Sam στην κιθάρα και η κρυστάλλινη παραγωγή του Brian Deck (Modest Mouse, Red Red Meat, Ugly Cassanova κ.ά) φτιάχνουν ένα υπνωτικό αποτέλεσμα, που εντυπωσιάζει με την απλότητά του, ως προς την δομή των τραγουδιών του και –φυσικά- τις λιτές ενορχηστρώσεις του. Δεν είναι το άλμπουμ στο οποίο θα ξεχωρίσεις κάποια τραγούδια, όπως π.χ στο ντεμπούτο του Tom McRae, όπου υπήρχαν μερικές μελωδίες που σου έμεναν στο μυαλό και τις τραγούδούσες για μήνες. Εδώ, το σύνολο λειτουργεί ακριβώς όπως για την εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου κατά τη διάρκεια του Euro 2004: η αρμονία είναι αυτή που κερδίζει!

Ολόκληρο το άλμπουμ ρέει με μία αβίαστη ομορφιά, περιέχει συνθέσεις που στέκουν από μόνες τους και παρουσιάζει σε αυτές ουκ ολίγες από τις εκφάνσεις της “ευγενικής” μεταχείρισης μίας ακουστικής κιθάρας, όπως π.χ στο Teeth In Glass (ένα από τα πιο τσαχπίνικα τραγούδια του εδώ) ή στο On Your Wings, όπου το slide παίξιμο είναι το σήμα κατατεθέν των τραγουδιών. Τα ακουστικά κρουστά είναι επίσης διακριτικά παρόντα και συντελούν στην απόκτηση ενός ρυθμικού υποβάθρου που επιτρέπει την ακόμα πιο εύκολη ροή του άλμπουμ.

Κομμάτια όπως το Free Until They Cut Me Down, που σε κάποιους στο γραφείο μας παρέπεμψε –ως προς την ρυθμική του βάση- στην ακουστική απόδοση του Personal Jesus, είναι τα απαραίτητα διαλείμματα για την αποφυγή μίας ελαφριάς δόσης υπνηλίας και με τα οποία τελικά κερδίζει το στοίχημα. Ποιο στοίχημα; Να φτιάξει ένα μουσικό περιτύλιγμα για την ποίησή του που δεν θα περιοριστεί σε συνοδευτικό χαρακτήρα, αλλά που θα έχει ουσιαστικό, αυτόνομο ρόλο, δίνοντας ταυτόχρονα και εικόνες στον ακροατή του. Και φυσικά να δώσει αρκετό χώρο στην φωνή του, που βγαίνει το προσκήνιο καθαρή, πολλές φόρες σαν να σου ψιθυρίζει στο αυτί ένα οικείο πρόσωπο στίχους ερωτικούς ως επί το πλείστον.

Επιρροές του δεν θα μπορούσαν να είναι άλλες από τον Nick Drake, τους Simon & Garfunkel και ίσως και την Cat Power, ως προς την ξεκάθαρα ακουστική βάση της συνθετικής παρουσίας της. Όχι επειδή όλοι αυτοί είναι ακουστικοί κατά βάση μουσουργοί, αλλά επειδή φαίνεται από τον καθένα να δανείζεται συγκεκριμένα πράγματα, όπως την μελαγχολία της μουσικής του Nick Drake, την συναισθηματική φόρτιση των μελωδιών των Simon & Garfunkel και την cool lo-fi αισθητική της Cat Power. Το “Quiet” μπορεί να μην είναι το νέο... “loud”, αλλά με τέτοια άλμπουμς δείχνει πως είναι παρόν και πάντα ικανό να σαγηνεύσει.

Δεν ξέρω πώς (και αν) καταφέρνει να παρουσιάσει ζωντανά στο κοινό του αυτό το υλικό, χωρίς να γίνεται παρομοιωδώς βαρετός όπως ο Will Oldham, αλλά με την αρωγή της σπιτικής θαλπωρής και άνεσης, το Our Endless Numbered Days προσφέρεται για πολλαπλές ακροάσεις. Θιασώτης της lo-fi νοοτροπίας, τόσο ενορχηστρωτικά, αλλά και συνθετικά/μελωδικά δεν μπορεί –ενδεχομένως- να προταθεί στους λάτρεις της αναβίωσης της garage σκηνής, αλλά θα ενθουσιάσει όσους εκτιμούν με το παραπάνω τις δουλειές του Neal Casal ή την δισκογραφία ονομάτων όπως τα προαναφερόμενα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured