Ξεκίνησα το παρόν review με ένα μειονέκτημα: ήμουν ξενερωμένος με τον Joel Gibb, τόσο από την στάση που κράτησε στη συνέντευξη που (δεν) έδωσε στο Avopolis, όσο κι από την γενικότερη συμπεριφορά του κατά την διάρκεια του live της 6ης Ιουνίου αλλά και μετά όταν είχα την ευκαιρία να ανταλλάξω μαζί του κάποιες κουβέντες στο Pop. Αποδείχτηκε να είναι ο,τι χειρότερο φανταζόμουν: ελαφρά υπερφίαλος, σνομπ, ολιγόλογος και με μια παράξενη ειρωνική άνω κλίση του δεξιού του φρυδιού να συνοδεύει κάθε του ατάκα. Άσε που στην συναυλία κάποιες στιγμές δεν μπορούσα καν να τον ακούσω, αφού μου θύμιζε την πλάκα που κάναμε στα Pizza Hut του Λονδίνου, όταν καταπίναμε ένα μπαλόνι ήλιο και μετά μιλούσαμε σαν τον Χουζούρη των Στρούμφ, προς τέρψη κι ευχαρίστηση των παρευρισκομένων.

Ακόμη όμως και κάτω από τις συνθήκες αυτές, πάντα είχα στο νου μου τους στίχους του Golden Streams, του ωραιότερου ίσως τραγουδιού που έχει γραφτεί ποτέ σχετικά με το βίτσιο της ουρολαγνείας κατά την διάρκεια της ερωτικής συνεύρεσης. Όταν λοιπόν έχεις στο νου σου έναν δίσκο σαν το ντεμπούτο τους, ο οποίος στιχουργικά σε διασκέδασε περισσότερο κι από όλες τις εκπομπές εκείνης της ανεκδιήγητης Σίας Λιαροπούλου στην ιδιωτική τηλεόραση πριν λίγα χρόνια, τι θα έπρεπε να περιμένεις για τη συνέχεια; Η απάντηση είναι: Το ίδιο ακριβώς! Παρακάμπτοντας αφορισμούς του στυλ «ένα συγκρότημα που δεν άλλαξε τον ήχο του κι έμεινε στάσιμο», στην περίπτωση των Hidden Cameras το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτό: να ΜΗΝ αλλάξουν τον ήχο τους! Έτσι λοιπόν με το Mississauga Goddam έχουμε το The Smell of Our Own Part 2, με την διαφορά ότι η ντροπή και οι ένοχες για την κοινωνική κατακραυγή της γκέι ταυτότητας που έφεραν έχουν αντικατασταθεί από την αγάπη, την συντροφικότητα και φυσικά το σεξ. Σεξ παντού, πάντοτε και με πολλούς, ει δυνατόν, διαφορετικούς συντρόφους.

Μουσικά η ομοιότητα ανάμεσα στα δυο άλμπουμ είναι ακόμη πιο κραυγαλέα. Μια απλή ακουστική κιθάρα φτιάχνει ξανά τον ρυθμό που γύρω του θα στηθεί ένα ομοφυλοφιλικό γαϊτανάκι, αποδεικνύοντας ότι στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στα δυο, ο Gibb εκτός από εξαιρετικός συνθέτης, ο οποίος μπορεί να «αρμέγει» από το κάθε ένα μουσικό όργανο τον ήχο που του ταιριάζει καλύτερα, έγινε κι ένας ακόμη πιο δεινός ενορχηστρωτής: πάρτε για παράδειγμα το crowd pleaser Doot Doot Ploot με τα Beach Boys-ικα περάσματα ή το folk anthem The Fear Is On με τις ηλιοκαμένες REM-ικες συγχορδίες, ιδανικό για ημίγυμνες βόλτες σε παράλιες γυμνιστών (είπαμε, μιλάμε για έναν κατά βάση γκέι δίσκο…).

Για τον Joel Gibb οι στίχοι δεν είναι μια σύμβαση ή ένα αναγκαίο κακό: είναι η βάση της μουσικής του, ένα έξτρα μουσικό όργανο που χρησιμοποιεί με δυναμική ακόμη μεγαλύτερη από την εξαχορδη ή δωδεκαχορδη κιθάρα του. Στο I Believe In The Good Life – μια συγχορδία μόνο το διαφοροποιεί από το Ben Marriage - τραγουδάει: “I believe in the good of life/When I kneel for a taste of man/I believe in the taste of wine” κάνοντας έναν εξαιρετικό παραλληλισμό ανάμεσα στην οινοποσία και το τσιμπούκι. Ίσως αν ο Gibb είχε γεννηθεί το 1945, να είχε μια θέση στιχουργού στους Velvet Underground και να ευθυνόταν ο ίδιος για τους στίχους του ‘Waiting for the Man’. Το 'Music Is My Boyfriend' μπορεί να κοκκινίσει τα μάγουλα του συντηρητικού Καναδά ακόμη περισσότερο: "I make him toast / he fills my mouth with Vaseline" τραγουδάει σε μια στροφή και αλλού συνεχίζει “I kissed his ugly gangly greens / He swallowed my pee”, ενώ ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσετε το ντέφι που «μπαίνει» στο ηχείο όποτε ο Joel προφέρει τη λέξη "tambourine".

Το Union of Wine προχωράει ακόμη πιο παραπέρα, συγκρίνοντας την Θεια Κοινωνία για ακόμη μια φορά με τον στοματικό έρωτα (ε, δεν λέει να βάλουμε δεύτερη φορά στο ίδιο κείμενο την λέξη «τσιμπούκι». Τσιμπούκι θα γίνουμε). Οι Κήπος των Γήινων Απολαύσεων κατά Gibb Ευαγγέλιο υπάρχει στο υπογάστριο του ανδρικού σώματος και το κομμάτι είναι γεμάτο αναφορές στη διαδικασία γονατίσματος για να δεχτείς την «Κοινωνία», την στιγμή που την βάζεις στο στόμα σου (τη Θεία Κοινωνία…) κτλ. Μαζί με την φωτεινή πλευρά του Mississauga Goddam, υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά: το ομώνυμο κομμάτι που κλείνει τον δίσκο επιτίθεται σε όλους τους θρησκόληπτους Τζέρι Σπρίνγκερ της περιοχής που μεγάλωσε, της Mississauga, κοντά στο Τορόντο και μέσα σε μια γραμμή συνοψίζει την τωρινή ψυχολογική του κατάσταση: “I’ll be wearing my disguise / Until I rid my life / Of Mississauga Goddam”.

Προφανώς το άλμπουμ αυτό δεν κατάφερε να μας ανατριχιάσει, όπως έγινε δυο χρόνια πριν με τον προκάτοχο του. Ούτε προσφέρει καμιά συγκλονιστική στιγμή ανακάλυψης ενός συνόλου στα σπάργανα που το 2002 διεκδικούσε τον τίτλο ενός από τα πιο πρωτότυπα και με χαρακτηριστικό ήχο γκρουπ της Αμερικανικής Ηπείρου. Είναι όμως το άλμπουμ που θα κάνει τους γκέι όλου του κόσμου που φοβούνται να αποκαλύψουν τις ερωτικές τους προτιμήσεις, να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Joel και να φορέσουν την γκέι ταυτότητα τους με περηφάνια. Και, μεταξύ μας, αν και το τρίτο τους άλμπουμ είναι το ίδιο καλό, με βλέπω να το «γυρνάω»…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured