Ο στίχος που άνοιγε το κατά γενική ομολογία αριστούργημα των Cure “Pornography” ήταν “It doesn’t matter if we all die”. Ο στίχος που ανοίγει ετούτο το 13ο άλμπουμ τους σε 25 χρόνια καριέρας είναι “I can’t find myself”, επαναλαμβανόμενο τέσσερις φορές, σε μια προσπάθεια θα ‘λεγε κανείς του αρχηγού της μπάντας να μας διαβεβαιώσει ότι βρισκόμαστε στο γνώριμο, ζοφερό περιβάλλον που αποτελούν εδώ και χρόνια το σήμα κατατεθέν των καλύτερων δουλειών της Βρετανικής μπάντας. Στην ουσία, δεν χρειάζεται να μας υποδείξει τίποτε περισσότερο αφού, δύο ή τρία κομμάτια πιο κάτω, γίνεται αντιληπτό ότι αυτό που ακούμε εδώ, είναι μια από τις σπουδαίες δουλειές που μας έχει χαρίσει στην πολυποίκιλη πορεία του το συγκρότημα από το Crawley του Sussex.

Το έδαφος είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από το προηγούμενό τους κιόλας πόνημα, το απρόσμενα μεγαλειώδες έπος τους “Bloodflowers”. Μ’ αυτό μας είχαν αποδείξει ότι δεν είχαν πάρει ανεπιστρεπτί το δρόμο προς έναν εμπορικό ήχο, μα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κλείσουν το μάτι στους παλιούς και φανατικούς οπαδούς τους, φλερτάροντας ξανά με τον σκοτεινό ήχο που τους έκανε αγαπητούς σε ένα μεγάλο μέρος του ακροατηρίου τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και πάλι, κάνοντας ταυτόχρονα ελαφρά ανοίγματα προς έναν λίγο πιο προσιτό για τις πλατιές μάζες ήχο, αλλά ευτυχώς πολύ ελαφρά.

Το μεγάλο στοίχημα που είχε μπει κατά την ηχογράφηση του παρόντος δίσκου, κι αυτό που έμοιαζε να απασχολεί πολλούς από τους φίλους του συγκροτήματος, είναι το κατά πόσο θα κατάφερναν να διατηρήσουν την προσωπικότητα του ήχου τους με τον παραγωγό Ross Robinson στην καρέκλα μπροστά απ’ την κονσόλα του στούντιο. Η μεγάλη ανακούφιση είναι ότι εδώ δεν υπάρχει τίποτε να ακούσει κανείς από τα κόλπα που εφαρμόζει ο τελευταίος κάθε φορά που κάνει την παραγωγή σε nu-metal μπάντες όπως οι Korn, οι Limp Bizkit, οι Vex Red και πάει λέγοντας. Μέγας φαν του γκρουπ, ο Robinson αρκέστηκε στο να δώσει στον ήχο τους όγκο και πλούσιες σε φαντασία λεπτομέρειες που προσέθεσαν πολλά θετικά στοιχεία στη γενικότερη εικόνα του δίσκου.

Υποχρεώνοντας τη μπάντα να ηχογραφήσει μεγάλα τμήματα του δίσκου ζωντανά, έφερε στην επιφάνεια μια φρεσκάδα που είναι χειροπιαστή ακούγοντας το φερώνυμο τούτο άλμπουμ των Cure. Το “Us Or Them” για παράδειγμα, ηχεί λες και παίζεται ζωντανά μπροστά στα μάτια σου, με τη μπάντα να παίρνει μορφή και σχήμα στο μυαλό σου με τον ίδιο τρόπο που τη γνωρίζεις από τις φορές που την έχεις δει δια ζώσης ή έστω και σε βίντεο – αν δεν συμβαίνει τίποτε από τα παραπάνω, τότε λυπούμαστε αλλά μάλλον δεν θα σου αρέσει το νέο τους άλμπουμ, άκουσε καλύτερα το “Friday I’m In Love”! – με τον Simon Gallup να παίζει μανιασμένα το μπάσο του στο ύψος των γονάτων του και τον ξεμαλλιάρη Robert Smith να ουρλιάζει στο μικρόφωνο “I don’t want you anywhere near me” ξανά και ξανά, λες και του την έπεσαν για μια ακόμη φορά οι αράχνες από το βίντεο κλιπ του “Lullaby”!Το ατού του δίσκου είναι λοιπόν ότι συνδυάζονται περίφημα και οι δύο πλευρές της μουσικής τους, τόσο η μυστηριακή που έχουμε αγαπήσει από την κλασική τριλογία τους (“Pornography”, “Disintegration”, “Bloodflowers”), όσο και οι πιο ξεχωριστές επιτυχίες τους που τους σύστησαν σε πλατιές μάζες ακροατών. Δεν υπάρχουν εδώ κομμάτια που να ουρλιάζουν πως είναι σινγκλ, δεν θα μας κάνει απ’ την άλλη καμία εντύπωση αν βγουν δύο – τρία από δαύτα από το δίσκο. Το “The End Of The World” που είναι το πρώτο είναι μιας πρώτης τάξης εισαγωγή στο υπόλοιπο του άλμπουμ – αν και όχι και η καλύτερη, και πιστεύουμε ότι όποιος το ακούσει δύσκολα θα αντισταθεί να μην το εξερευνήσει τελικά! Και ασφαλώς δεν θα απογοητευθεί στο ελάχιστο. Καταπληκτικά ποπ τραγούδια σαν το “Taking Off” ή το “Before Three” στέκονται πλάι – πλάι σε ένα κομμάτι σαν το δεκάλεπτο – και – βάλε “The Promise” που βγάζει ένα πρόσωπο της μπάντας που είχε πέσει σε χειμερία νάρκη για μεγάλο χρονικό διάστημα (στο “Bloodflowers” είχε αρχίσει μόνο να κουνάει δειλά το κεφάλι του), αυτό ενός συγκροτήματος που ξέρει πολύ καλά να αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να πάει εκεί που το οδηγούν τα όργανά του. Ξεκινώντας σαν μια απ’ τις πλέον απελπισμένες κραυγές απόγνωσης από τον Smith, καταλήγει σε μια πολύ δυναμική coda που λειτουργεί μάλλον καθαρτικά για όλους, και το ίδιο ισχύει και για το κομμάτι που ακολουθεί και κλείνει το άλμπουμ, το “Going Nowhere”.

Τέλος, πολλά πράγματα γύρω από το πώς λειτούργησε η μπάντα κατά την ηχογράφηση ετούτου του δίσκου μπορείτε να καταλάβετε βλέποντας τα τρία κομμάτια που υπάρχουν στο bonus dvd που συνοδεύει τις πρώτες κόπιες του, παιγμένα ζωντανά στο στούντιο από το συγκρότημα – τα δύο μάλιστα δεν συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στη σύνθεσή του. Με τον Ross Robinson μπροστά από τον ντράμερ, ελέγχοντας νοητά τη ραχοκοκαλιά του κομματιού, μοιάζει με μαέστρο που διευθύνει ένα σύνολο που δεν χρειάζεται διεύθυνση, αφού η δύναμη που βγάζει το ούτως ή άλλως πεπειραμένο σχήμα είναι πηγαία και ανεξάντλητη. Η οπτική αυτή απεικόνιση του “The Cure” μοιάζει με ένα γενναίο δώρο, εξίσου σημαντικό με αυτό που έτσι κι αλλιώς μας χάρισε η λατρεμένη μπάντα στα 55 λεπτά της διάρκειάς του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured