Το ντεμπούτο άλμπουμ του Devendra Banhart είχε τον τίτλο “Oh Me Oh My… The Way The Day Goes By The Sun Is Setting Dogs Are Dreaming Lovesongs Of The Christmas Spirit” (μην ρωτάτε...), και είχε σκάσει σαν βόμβα στα μούτρα κρτικών και κοινού πριν από μια διετία. Ήταν μια δουλειά που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μέχρι και πρωτάκουστη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν, απλά είχαμε χρόνια να ακούσουμε κάποιον να διηγείται ως άλλος αυθεντικός bluesman ιστορίες τόσο παράξενες με μοναδική του συνοδεία μια κιθάρα κακά ηχογραφημένη στη μέση της αμερικάνικης ερήμου θά ‘λεγες...

Το θαυμαστό στην περίπτωσή του ήταν ότι επρόκειτο για έναν πιτσιρικά που διήνυε τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, γεγονός που σε έκανε να απορείς για τις πηγές όλης αυτής της ανεξάντλητης έμπνευσης, που μετουσίωνε σε σκοτεινή μα εντελώς γοητευτική τραγουδοποιία.

Ο μισός από τη Βενεζουέλα και μισός από το Τέξας νεο-χίπυ (εμφανισιακά, πολύ κοντά στον Vincent Gallo) αποτελεί ανακάλυψη του Michael Gira των Swans και Angels Of Light, αυτός ήταν και ο λόγος που τον έφερε μαζί του να ανοίξει την εδώ εμφάνισή του προ μηνών. Τα είχαμε πει τότε, το πόσο απλοϊκός ήταν επί σκηνής και ταυτόχρονα πόσο πολύπλοκος, πόσο προσωπικά εκφραστικός και απόκοσμος. Πριν και μετά απ’ την εμφάνισή του, περιφερόταν ανάμεσα στο κοινό και αποζητούσε θα λέγαμε την επαφή με το ακροατήριό του. Είχαμε προσέξει τότε το πως τα χέρια του ήταν γεμάτα με τις εκκεντρικές ζωγραφιές του, κάποιες απ’ τις οποίες αποτύπωνε αντί για αυτόγραφο στα cd του που πουλούσε. Λογικά θα πρέπει να έχει βιβλία ολόκληρα γεμάτα με ψάρια, σκυλιά, χέρια που προσεύχονται και φαντάσματα που μιλούν με λόγια περίτεχνα σκαλισμένα σε σκίτσα ψυχεδελικά και εντέλει ψυχωτικά, και πραγματικά, στο άλμπουμ του αυτό, μας χαρίζει κάμποσα απ’ αυτά σ’ ένα συνοδευτικό βιβλίο με τίτλο “Light Aligns”.

Τα σκίτσα αυτά δεν κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να ρίχνουν επιπλέον σκιά στο ήδη μυστηριώδες δημιουργικό πλαίσιο του Banhart. Με άλλα λόγια, γεννούν περισσότερες ερωτήσεις απ’ ότι θα περιμέναμε απαντήσεις για τα όσα συμβαίνουν στο κεφάλι του και ενσαρκώνονται στα τραγούδια του. Στο “Rejoicing In The Hands Of The Golden Empress” – όπως είναι ο πλήρης τίτλος του δίσκου – ακολουθεί το ίδιο δημιουργικό μοτίβο με το προηγούμενό του άλμπουμ (όπως κι εκείνο του ep που μεσολάβησε μεταξύ των δύο κυκλοφοριών, του “The Black Babies (UK)” ), γράφοντας μόλις 16 καινούργια κομμάτια που διαρκούν 42 λεπτά (και λέμε μόλις αφού στο ντεμπούτο του είχε ξεράσει με ευκολία 22!). Η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά συμμετέχουν κι άλλα μουσικά όργανα στην ηχογράφηση – όχι ότι θα σας αφήσουν κάποια βαθιά εντύπωση στο άκουσμα, με το τέλος του δίσκου, αυτό που θα σας έχει μείνει θα είναι και πάλι η ακουστική του κιθάρα και η μοναχική φωνή του – ενώ σαν αξιοσημείωτη συμμετοχή θα πρέπει να αναφέρουμε αυτή της μυθικής Vashti Bunyan με τη «μαγεία της φωνής και της απόλυτης χάρης», όπως σημειώνει ο ίδιος ο Banhart στο εσώφυλλο.

Καταπληκτικές μελωδίες σκαμένες στον αρχαίο βράχο απ’ τον οποίο γεννήθηκε η ροκ μουσική, με τρομερή ευαισθησία και απόλυτα προσωπικό όραμα, με την αίσθηση του ερασιτεχνισμού να υπερύπταται (σ’ ένα κομμάτι, το “Todo Los Dolores”, σκάει στα γέλια με ένα λάθος του και το αρχίζει επί τόπου απ’ την αρχή, κι όλα αυτά να ακούγονται κανονικά στην επίσημη κυκλοφορία! Που είναι η εταιρία του να του τραβήξει το αυτί;!) και το ίδιο η αίσθηση της δικής του και της δικής μας ψυχικής κάθαρσης. Είναι ένα δύσκολο άκουσμα, που ανεβαίνει αβίαστα σε ένα εναλλακτικό top 10 καλλιτεχνικής πληρότητας, επειδή δεν έχει καμία εμπορική απαίτηση μα πλείστες ακουστικές από τους αποδέκτες του μηνύματός του απαιτήσεις. Είναι ένα άλμπουμ που γεννάει αρχέγονα συναισθήματα, που εκπληρώνει μουσικές φαντασιώσεις με αλλόκοτους τρόπους και μένει να στέκεται σ’ ένα βάθρο μόνο του, μοναχικό και δακτυλοδεικτούμενο από την υπόλοιπη δισκογραφική παραγωγή, μα τόσο περήφανο για το λόγο αυτό, επειδή κανείς δεν έχει τα κότσια μα και τον τρόπο να το αγγίξει!

Ο Devendra Banhart είναι ο Αμερικανός Nick Drake της δεκαετίας μας (ή αλλιώς ο εν ζωή John Fahey, τον οποίο εξάλλου λατρεύει), κι αν τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει τόσο θεαματικά από τα ‘70ς στη δισκογραφία, ίσως να χανόταν στην αφάνεια όπως και οι παραπάνω. Ευτυχώς όμως, υπάρχει η XL που τα έχωσε στην Young God και πήρε το άλμπουμ για να το φέρει ακόμη περισσότερο στην επιφάνεια της σύγχρονης μουσικής πραγματικότητας. Μην το αφήσετε να σας ξεφύγει, μπορεί να κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στον τρόπο που αντιλαμβάνεστε τη μουσική, κι αυτό είναι προειδοποίηση! Εμείς μια φορά κάναμε το καθήκον μας και σας το είπαμε...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured