Ο μέγιστος Ηλίας Πετροπουλος στο έργο-σταθμό Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη (Εκδ. Νεφέλη) χωρίζει τις κοινωνικές τάξεις αρχίζοντας από πάνω προς τα κάτω σε: Καπιταλιστές, Μεσοαστούς, Μικροαστούς, Προλεταριάτο, Λουμπενικούς και Υπόκοσμο. Σε μια μουσική αντιστοιχία το συγκρότημα των Fuck θα καταλάμβανε μια θέση ακόμη πιο κάτω από τον Υπόκοσμο του πιο βλάσφημου Έλληνα συγγραφέα του Εικοστού Αιώνα. Κατά τον Πετροπουλο, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις είναι και οι πιο ανθεκτικές. Ομοίως και η προαναφερθείσα μπάντα από το Σαν Φρανσισκο. Γιορτάζοντας τα δεκάχρονα γενέθλια της, αποδεικνύεται ότι κανείς δεν μπορεί να απειλήσει την μουσική της ακεραιότητα και κανείς μα κανείς δεν δύναται να της βάλει χέρι γιατί απλούστατα η ομάδα αυτή διάλεξε να δραστηριοποιείται στο Περιθώριο. Στην πατρίδα τους, την Αμερική δε, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί όποτε –κι αν …- παίξουν κάνα τραγούδι τους, φοβούνται να τους αποκαλέσουν με το κανονικό τους όνομα και αρέσκονται στο… «the band with the F-word name”.

Αφού έβγαλαν δυο άλμπουμ στην εταιρεία που ιδρύσαν οι ίδιοι, την Rhesus Records, τα Pretty...Slow (1995) και Baby Loves A Funny Bunny (1996), τους πήρε στο ροστερ της η αγαπημένη Matador για τους δυο επόμενους δίσκους τους που τους έκαναν ευρύτερα γνωστούς, τα Pardon My French (1997) και Conduct (1998) για να επιστρέψουν στο καθεστώς «ανωνυμίας» –αν μπορεί να το πει κανείς αυτό…- με τα αδιάφορα Gold Bricks (2001) και Cupid's Cactus (2001). Η ιταλική Homesleep εκτιμώντας το schizopop περιτύλιγμα της μουσικής τους μαζί με μερικούς έξυπνους –άλλοτε εξυπνακίστικους– στίχους, τους ενέταξε στο δυναμικό της για δεύτερη φορά δίνοντας την μπαγκέτα της παραγωγής στον Μatteo Αgostinelli και το γκαράζ του σπιτιού του Francesco Paolo Chielli (αμφότεροι των Υuppie Flu) για να γράψουν τον επόμενο τους δίσκο.

Η Belle and Sebastian-ικη αφέλεια, η εκκεντρικότητα των Pavement και οι αιθέρια ατμόσφαιρα των Gorky’s συναντιούνται εδώ, άλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε τσαπατσούλικα. Η άρπα που ανοίγει τον δίσκο με τα λόγια “does the penis offend you…/hey you motherfuckers” βάζει τον ακροατή αμέσως στο κλίμα του άλμπουμ. Δυστυχώς η ατάκα του Γουντι Άλεν «Το σεξ ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα είναι υπέροχο αρκεί να βρίσκεσαι στην μέση» δεν ισχύει στην περίπτωση μας. Ο ακροατής μέσα στο ψιθυριστό, ακουστικό κλίμα του δίσκου μπορεί ελάχιστα να ταυτιστεί: άντε λίγο στο ‘Firing Squad’, που θα μπορούσε να αποτελεί ιδανικό filling για ένα άλμπουμ σαν το Regeneration των Divine Comedy, ίσως άλλο τόσο στο ‘How To Say’, την τρυφερή αλά- Leonard Cohen μπαλάντα, άντε χαριστικά σε κάποιους ερασιτεχνικούς γκαραζισμούς (sic) όπως το Hideout, ασφαλώς στο καλύτερο τραγούδι που δεν έγραψαν ποτέ οι Girls Vs Boys (‘Olives vs Cherries’) και σε κάποιους εγγενείς πειραματισμούς στα χνάρια του πρωίμου Beck ("Jazz Ιdiodyssey").

Από κάποιους χαϊδεμένους μας έχουμε και ανάλογα πιο αυξημένες απαιτήσεις, έτσι δεν είναι; Έχουν μερικές καλές στιγμές, αλλά ανάλογα έχουν και μερικά απαίσια πεντάλεπτα στα οποία πιάνεις το έρμο το σαγονάκι σου να έχει στραβώσει από το χασμουρητό. Το σίγουρο είναι ένα πάντως: Ζούνε στον δικό τους κόσμο, εκεί ακριβώς που ένας παρανοϊκός λογοτέχνης όπως ο Κούντερα θα τους θεωρούσε, μαζί με τον Ρεμπώ και τον Μπωντλέρ, θεούς και θα έπινε τσέχικους μπάφους στο όνομα τους. Τελικά οι Fuck είναι σαν τους σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές: δεν έχουν τίποτα και θέλουν να το μοιραστούν με όλο τον κόσμο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured