Η λογική λέει ότι στην ουσία δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος για να κυκλοφορήσει μια καινούργια συλλογή με τα καλύτερα ή τα γνωστότερα ή τα πιο ζόρικα κομμάτια των Who. To κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει με την τετραπλή κασετίνα “30 Years Of Maximum R&B”, που περιείχε σχεδόν τα άπαντα, κι αν είστε απ’ αυτούς που θεωρείτε ότι είναι υπερβολή να έχει κανείς στη δισκοθήκη ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της μουσικής παραγωγής των Who (που σαφώς και δεν είναι όταν μιλάμε για μια από τις σπουδαιότερες Βρετανικές μπάντες της δεκαετίας του ’60 αλλά και του ’70, ας σταματήσουμε εκεί), τότε υπάρχει και το “Who’s Better Who’s Best”, που περιέχει 18 από τα καλύτερα, αν όχι τα καλύτερα, κομμάτια τους.

Το “Then And Now” περιέχει και αυτό 18 παλιές τους επιτυχίες με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις απ’ το προαναφερθέν compilation. Εδώ για παράδειγμα υπάρχει το “5:15” από το “Quadrophenia”, λείπει όμως το “Pictures Of Lily” – αν είναι δυνατόν!… Υπάρχει η εκρηκτική τους διασκευή στο “Summertime Blues”, έτσι όπως καταγράφηκε στο μνημειώδες live άλμπουμ τους “Live At Leeds”, απουσιάζει όμως το κλασικό δεύτερο σινγκλ τους “Anyway, Anyhow, Anywhere” κ.ο.κ. Γι’ αυτό σας λέω, δεν καθαρίζει κανείς εύκολα μ’ ένα μονό cd με τους Who, ένα γκρουπ που έχει ηχογραφήσει τόνους ζωτικής για την ανάπτυξη της ροκ μουσικής.

Ο λόγος τώρα που επανασυσκευάζονται τα χιτς του συγκροτήματος είναι επειδή φέτος γιορτάζουν τα 40 χρόνια από τότε που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο βινύλιο, έστω και με το όνομα The High Numbers αρχικά. Ήταν Ιούλιος του 1964 όταν ηχογραφούσαν το ντεμπούτο τους επτάιντσο “I’m The Face”, με το “Zoot Suit” στη δεύτερη πλευρά. Επρόκειτο για ένα κομμάτι που έμελλε να γίνει ο ύμνος μιας μειοψηφίας νεαρών στη Μεγάλη Βρετανία, των mods, και μ’ εκείνους ήταν που παρέμεινε για πολλά χρόνια συνώνυμη η μπάντα, σαν οι απόλυτοι εκφραστές του τρόπου ζωής τους – χωρίς να ξεχνάμε ότι το μετέπειτα τραγούδι τους “My Generation” άγγιξε πολύ ευρύτερες μάζες της Βρετανικής νεολαίας. Στην Αμερική βέβαια άργησαν λίγο να πάρουν χαμπάρι τα όσα θαυμαστά διαδραματίζονταν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού…

Οι Who διέγραψαν μια λαμπρή πορεία που άγγιξε μπόλικες καλλιτεχνικές κορυφές, είτε σε επίπεδο τραγουδιών (“I Can See For Miles”, “The Kids Are Alright”, “Magic Bus”, “Won’t Get Fooled Again”, όλα τους παρόντα ασφαλώς εδώ), είτε σε επίπεδο άλμπουμ, πολλά απ’ τα οποία αποτελούσαν υλοποιήσεις υπερφίαλων σεναρίων που αποδείχθηκαν έργα μεγαλόπνοα με αμφίβολα αποτελέσματα κατά τη γνώμη ορισμένων (“Who’s Next”, “Quadrophenia”, Tommy”). Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει το μεγαλείο του συγκροτήματος επί σκηνής, ούτε και το γεγονός ότι ενσάρκωσαν όσο ελάχιστοι την ίδια την ουσία του ροκ εν ρολ τρόπου ζωής, κυρίως με τις ακρότητες του ντράμερ τους Keith Moon μα και των υπολοίπων μελών.

Το ατού ετούτης της συλλογής είναι ότι περιέχει δύο καινούργια κομμάτια από το γκρουπ, τα οποία και αποτελούν το μοναδικό καινούργιο υλικό τους μετά από 22 ολόκληρα χρόνια. Είναι γνωστό ότι το συγκρότημα είχε επανασχηματιστεί κάποιες φορές στο παρελθόν, όλα αυτά μετά από τον θάνατο του Keith Moon to 1978, λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου τους “Who Are You?”, ενώ μια ακόμη επανάκαμψή τους το 2002 παραλίγο να ματαιωθεί στο παρά πέντε, αφού ένα ακόμη από τα τέσσερα μέλη τους, ο μπασίστας – βράχος John Entwistle εγκατέλειψε το μάταιο αυτό κόσμο… Το ότι δεν ματαιώθηκε, αλλά προχώρησε κανονικά με session μπασίστα στη θέση του είναι κάτι που σηκώνει πολύ συζήτηση, αλλά δεν θα γίνει εδώ… Το πρώτο κομμάτι έχει τίτλο “Real Good Looking Boy”, ξεκινάει με το θέμα του “I Can’t Help Falling In Love” του Presley – στο οποίο επανέρχονται κατά τη διάρκειά του – και συνεχίζει κοντά στο στυλ του Bruce Springsteen στις πιο ήπιες στιγμές του, χωρίς εξάρσεις, όπως ταιριάζει σε ρόκερς της ηλικίας τους. Μπάσο εδώ παίζει ο Greg Lake, τύμπανα ο Zak Starkey (γιός του Ringo Starr) και πιάνο ο εδώ και πολλά χρόνια συνεργάτης των Who John Bundrick. Το άλλο έχει τίτλο “Old Red Wine” και είναι αφιερωμένο στον John Entwistle, είναι πολύ καλύτερο σαν σύνθεση και θυμίζει παλιούς καλούς Who. Μπάσο εδώ παίζει ο μέγας σεσιονάς Pino Palladino που λέγαμε πριν… Αν μη τι άλλο, στο συγκεκριμένο κομμάτι υπάρχει πολύ ένταση, και στην coda η μπάντα τα δίνει όλα, με τη φωνάρα του Daltrey στο προσκήνιο και την κιθάρα του Townshend σε μεγάλη φόρμα.

Μετά απ’ τις παραπάνω πληροφορίες, δεν μπορούμε να φανταστούμε τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε για τη συλλογή. Απλά να διευκρινίσουμε ότι ο χαρακτηρισμός δεν έχει να κάνει με την πληρότητά της σε σχέση με την παραγωγή του συγκροτήματος, αλλά με το ότι κανένα σπίτι που θεωρεί ότι κατέχει σοβαρή ροκ δισκοθήκη δεν οφείλει να μην περιέχει έστω τούτο το απόσταγμα της καριέρας μιας τόσο απαραίτητης μπάντας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured