Ξανακούγοντας για τους Essex Green, με αφορμή φυσικά αυτό το –όχι και τόσο πρόσφατο- άλμπουμ τους (κυκλοφόρησε αρχές 2003) θυμήθηκα και μάλλον αναπόλησα μία εποχή, στη διάρκεια της οποίας ένιωθα μέρος μίας μεγάλης παρέας, που προσπαθούσε να ανακαλύψει και να αγκαλιάσει την σύγχρονη –και όχι μόνο- «ντελικάτη» ποπ μουσική, σε όλες τις εκφάνσεις της. Kάποιοι βγάζαμε φανζίνς (για ένα διάστημα έβγαζε και ο γράφων ένα δικό του, αλλά κάπου στην πορεία τα παράτησε, λόγω διαφόρων συγκυριών), είχαμε τα δικά μας meeting points κατά κάποιο τρόπο και λίγο ή πολύ γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον, ανταλλάσοντας απόψεις και κάνοντας πλάκες μεταξύ μας, όχι απαραίτητα μόνο για τη μουσική. Δεν λέω, υπήρχαν και δυσάρεστες –όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις- καταστάσεις, αλλά οι αναμνήσεις που μου έχουν μείνει είναι πολύ γλυκές και μου θυμίζουν μία εποχή που οι ρυθμοί στην προσωπική μου ζωή ήταν αρκετά πιο χαλαροί και ξέγνοιαστοι. Αλλά, η προσωπική μου ευχέρεια να προσαρμοστώ ή όχι στην αύξηση των απαιτήσεων και των ρυθμών στην ζωή μου είναι μία άλλη ιστορία...
Οι Essex Green είναι μία παρέα, κολλεκτίβα, ομάδα, όπως θέλετε πείτε τους, που δραστηριοπούνται παράλληλα και σε άλλα μουσικά σχήματα, τα οποία έχουν μεν κοινά –προφανώς- μουσικά στοιχεία, αλλά το καθένα έχει ταυτόχρονα και το δικό του χαρακτήρα. Και το αγαπημένo μου από όλα αυτά δεν ήταν άλλο από τους Ladybug Transistor, πίσω από τους οποίους κρύβεται μεν ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Gary Olson, σαν κινητήριος μοχλός της μπάντας, αλλά υπάρχει και η βοήθεια στο μπάσο από τον Jeff Baron (από τους Essex Green ντε!), που μαζί με την αδερφή του Jennifer φτιάχνουν ένα σούπερ τρίο (α, έχουν και ένα ντράμμερ, εν ονόματι San Fadyl), που εντρυφούν στην ιστορία της ποπ τραγουδοποιίας, ξεκινώντας από την γεμάτη pastel ηχοχρώματα μουσική κληρονομιά της 60’s pop και μέσα από μία διαδρομή 40 περίπου χρόνων, καταλήγουν να φτιάξουν έναν προσωπικό και ιδιαίτερα φρέσκο ήχο, με μερικές υπέροχες, κολλητικές sing-along μελωδίες.
Όσο για τους Essex Green, αυτοί κινούνται σε ένα πιο ταξιδιάρικο, λιγότερο κλασσικό τραγουδοποιητικό πλαίσιο, με μπόλικες ψυχεδελικές αποχρώσεις να δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον ηχητικό κράμα, που ειδικά τέτοιες, ηλιόλουστες εποχές είναι ιδανικό soundtrack για σιέστες και daydreaming. Η Sasha Bell διαθέτει φωνή για... παντρειά ή τέλος πάντων κεραυνοβόλο έρωτα, ξαναζωντανεύοντας το θρύλο μερικών σπουδαίων γυναικείων φωνών, όπως η Nancy και η Jane, με όπλο της την παιχνιδιάρικη, με σημαντικές δόσεις ευαισθησίας και γλυκόπικρης μελαγχολίας χροιά της.
Κομμάτια όπως το υπέροχο δείγμα γλυκόπικρης mellow-pop διανθισμένη με μπόλικα έγχορδα, Our Lady in Havana ή το σπουδαίο Lazy May, που τραγουδάει βέβαια ο Jeff Baron και σε παρασέρνει με την κιθαριστική πανδαισία που ακούς, αλλά και τον ξεσηκωτικό country-like ρυθμό του είναι μερικά μόνο από τα μικρά διαμαντάκια που μας χαρίζουν εδώ οι Essex. Οι φόροι τιμής που αποτίνουν σε συγκεκριμένα στυλ ή καλλιτέχνες από το παρελθόν δεν είναι λίγοι, όπως π.χ στο Old Dominion, που θυμίζουν την γλυκύτητα του κιθαριστικού ήχου των Byrds ή στο Sorry River, που φλερτάρουν με το folk-rock των αρχών της δεκαετίας του ’70, προσφέροντας μία αρκετά ενδιαφέρουσα ποικιλία στο σύνολο του δίσκου. Ακόμη, το By The Sea για παράδειγμα, που μας φέρνουν στο μυαλό μία ιδεατή συνύπαρξη των Poppy Family, των Mazzy Star και των Left Banke (λέμε τώρα), θα μπορούσε να είναι η απάντησή τους στην δυνατότητα των Ladybug Transistor να γράφουν δυνατές μελωδίες, διανθισμένες με μελαγχολία και με μία ανανεωτική ματιά προς το -γεμάτο baroque εικόνες και ήχους- αγαπημένο τους παρελθόν.
Φαίνονται σαν ένα τυπικό σχήμα που έχει ξεπηδήσει από την αγκαλιά της Elephant 6 (θυμίζουμε άλλα σχήματα της εν λόγω εταιρείας: Beulah, Marbles, Secret Square, κ.ά), αλλά φροντίζουν ταυτόχρονα εδώ να κάνουν πιο άμεσο στον ακροατή τον ήχο τους, με κλασικότροπες ποπ συνθέσεις και πολύ όμορφα φωνητικά, ένα από πιο δυνατά χαρακτηριστικά στοιχεία του ήχου τους. Αν κάτι δεν μας αρέσει, αυτό είναι η υπάρξη κάποιων –ελάχιστων- συνθέσεων που δεν μας μένουν σαν μελωδίες, έπειτα από μερικές ακροάσεις. ΄Ενα τέτοιο είναι το Julia, που μοιάζει με ένα -πολύτιμο μεν, αλλά- outtake των Badfinger, στερημένο μάλιστα από την ευχέρεια που διέθεταν οι τελευταίοι να φτιάχνουν κολλητικές sing-along μελωδίες. Πάντως, μην φοβάστε, το άλμπουμ ρουφιέται μονομιάς και αν μη τι άλλο μας προτείνει κάτι λιγότερο από 38 λεπτά ιδιαίτερης ψυχεδελίζουσας ποπ και σίγουρα μεμονωμένα παραδείγματα σαν το Julia θα σας φανούν ενδιαφέρουσες σαν ασκήσεις πειραματισμού με την ποπ γραφή, εκ μέρους του σχήματος.
Σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα να τους γνωρίσετε και μαζί με αυτούς, να προσπαθήσετε να γνωρίσετε και μερικές άλλες εξαιρετικές μπάντες, που κινούνται στα ίδια ηχητικά πλαίσια, όπως οι προαναφερόμενες, αλλά και οι The Apples in Stereo, Great Lakes, Of Montreal, μεταξύ άλλων. Η δεκαετία του ’60 μπορεί να μας έχει χαρίσει μερικούς σπουδαίους καλλιτέχνες και εκατοντάδες σπουδαία τραγούδια, που παραμένουν μία σταθερή αφετηρία για πολλούς νέους καλλιτέχνες ακόμα και στις ημέρες μας, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε το γεγονός πως πολλοί από αυτούς έχουν προσφέρει ένα σημαντικό λιθαράκι και έχουν γράψει τη δική τους παράγραφο στην ιστορία της ποπ μουσικής και αξίζει να τους γνωρίσουμε σιγά σιγά, έστω αρχίζοντας από την παρέα των Essex Green.
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
Essex Green - The Long Goodbye
- Βαθμολογία: 7
- Καλλιτέχνης: Essex Green
- Label: Quiet American Songs / Hitch-Hyke
- Κυκλοφορία: Μαϊ-04