Το θεωρούμε μάλλον απίθανο να ήρθατε σε επαφή με το trip hop ιδίωμα πριν από μια δεκαετία περίπου και να μείνατε ασυγκίνητοι. Πραγματικά, επρόκειτο για ένα απ’ τα πιο εμπνευσμένα μουσικά κινήματα της περασμένης δεκαετίας, που προσέφερε πλούσιες ηχητικές συγκινήσεις στο ακροατήριό του. Ευτυχώς ή δυστυχώς, μετά από λίγο καιρό, έπρεπε να το εγκαταλείψουμε μιας και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επιβιβάστηκαν επάνω στο τρένο της στιλιστικής αυτής φόρμας και το πράγμα, όπως συμβαίνει εξάλλου σ’ όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, κατάντησε ελαφρώς αηδία με όλους όσους προσπάθησαν να αντιγράψουν το ύφος, την ατμόσφαιρα και τα χαρακτηριστικά γενικότερα για να πουλήσουν λίγους δίσκους παραπάνω, χωρίς ασφαλώς να πληρούν τους όρους να το κάνουν. Εξάλλου, χρειαζόταν τεράστια αποθέματα ταλέντου για να μπορέσεις να σταθείς δίπλα στους Massive Attack, τους Portishead, τον Tricky ή ακόμα τους Earthling και το πρώτο άλμπουμ των Archive.

Ίσως να ήρθε τώρα η ώρα που να επιβάλλεται να δημιουργήσουμε μια θέση δίπλα σε όλους τους παραπάνω, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών – μην ξεχνάμε ότι τα πράγματα αλλάζουν, ο χρόνος κυλάει και τα νέα ακούσματα διαμορφώνουν νέα γούστα. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το λόγο, είναι αποδεκτό να αναφέρουμε και πάλι τον όρο trip hop, επειδή είναι φανερό ότι οι Ilya δεν τον ακολουθούν για λόγους μόδας μα γιατί στο συγκεκριμένο στυλ είναι που μπορούν να εκφράσουν καλύτερα τις καλλιτεχνικές τους προθέσεις. Καθόλου τυχαία, αυτή η νέα δύναμη στο χώρο του trip hop μας έρχεται και πάλι από το Μπρίστολ, οπότε δεν λείπει η υπόνοια ότι κάτι στον αέρα της πόλης είναι που σπρώχνει τόσους μουσικούς προς αυτή τη σκοτεινή ηχητική κατεύθυνση.

Οι Ilya είναι τρίο που απαρτίζεται από δύο άντρες υπεύθυνους για το μουσικό μέρος και μια γυναίκα που αναλαμβάνει να κρατάει τον κυρίαρχο ρόλο στην υπόθεση, εκείνον της femme fatale που στιγματίζει με τη στιβαρή, μυστηριώδη ερμηνεία της το δίσκο. Το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα βασανιστικά για την καρδιά επεισόδια που ακούμε εδώ σαν τραγούδια, είναι ασφαλώς ημιφωτισμένο, βρίσκεται μέσα σ’ ένα μικρό υπόγειο κλαμπ, και ορκίζεσαι ότι, δεν μπορεί, όπου να’ ναι θα διαδεχθεί τη μπάντα ο Scott Walker αυτοπροσώπως.

Στην ατμόσφαιρα του παρηκμασμένου σόου προσθέτουν εξαίσιους τόνους πνευστά και έγχορδα, που αποθεώνουν το κλίμα μιας μουσικής που αιωρείται επιτυχημένα και ζαλιστικά ανάμεσα σε εποχές περασμένες και μελλοντικές. Ειδικά σε κομμάτια όπως το οκτάλεπτο “Happy And Weak”, κατά μια εκδοχή το απόγειο του δίσκου, κι ας μην είναι η πιο προσιτή στιγμή του, σε σύγκριση τουλάχιστον με τα σινγκλ “Bliss”, “Bellissimo” και “Soleil Soleil”, όπου η φάση βγαίνει εκτός ελέγχου και απογειώνεται τελείως με προορισμό άγνωστο και αδιευκρίνιστο.

Το “They Died For Beauty” είναι ο δίσκος που θα ηχογραφούσαν οι Portishead αν ήταν Παριζιάνοι – ή αν το Portishead ήταν μια περιοχή δίπλα στο Quartier Latin -, το άλμπουμ που θα έκαναν οι Tindersticks αν άλλαζαν σε γένος τραγουδιστή, όχι όμως και σε θεατρικότητα, το νέο άλμπουμ των Cousteau μετά από ένα κοσμοπολίτικο ρετουσάρισμα. Είναι ένα έργο που δημιουργεί το εναλλακτικό chill out, χωρίς ίχνος αποχαύνωσης, αντίθετα, με μια έντονη αίσθηση περιπέτειας στα τραγούδια του που ξεπηδάει αφύσικα από τη φαινομενική αταραξία του. Είναι ένας απ’ τους πιο cool δίσκους που κυκλοφόρησαν τελευταία, με το cool να αντλεί την έννοιά του από την ίδια λέξη που στόλιζε τους δίσκους του Miles Davis. Ακούστε το οπωσδήποτε, να είστε καλά ντυμένοι όμως! Η αύρα του το επιβάλλει, και μην πείτε μετά ότι δεν σας είχαμε προετοιμάσει!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured