Δύσκολο να είσαι το παιδί του διάσημου / επιτυχημένου / καλού επαγγελματία / ταλέντου πατέρα σου. Πόσο μάλλον όταν αποφασίσεις να ακολουθήσεις το ίδιο επάγγελμα με αυτόν. Αυτομάτως οι πιθανότητες σου να ξεχωρίσεις μειώνονται στο ελάχιστο, γιατί πάντα θα είσαι ο Γιος του Τάδε και ποτέ δεν θα φτάσεις στο σημείο να αναφέρονται στον πατέρα σου ως Ο Πατέρας Του Δείνα. Γι’ αυτόν το λόγο κι εγώ όταν ο πατέρας μου στα 17 μου με ρώτησε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω απάντησα «Οτιδήποτε εκτός από οικονομολόγος!». Γι’ αυτό άλλωστε και ο Τζέικομπ Ντίλαν ποτέ δεν κατάφερε να γίνει κάτι παραπάνω από «τον γιο του Μπομπ που έχει και μια μικρή μπάντα, τους Wallflowers ».Ακόμη και τον τίτλο του συγκροτήματος του από τραγούδι του πατέρα του τον πήρε ο βλάσφημος! Γι’ αυτό και ο Ζιγκι Μαρλει δεν κατάφερε να διακριθεί στο μουσικό προσκήνιο –παρά μόνο τώρα τελευταία ελέω του δεσμού του με την Λορίν Χιλ. Ίσως ο γιος του Λεοναρντ Κόεν, Ανταμ θα έπρεπε να παρατήσει τη μουσική και να αφοσιωθεί ξανά σε αυτό που έχει σπουδάσει, το Μάρκετινγκ. Ας μην μιλήσουμε για τους δυο γιους του Τζον Λενον, που ο μόνος τρόπος να γίνουν γνωστοί είναι να αναλάβουν χρέη θυρωρού στο Μουσείο των Beatles στο Λίβερπουλ. Και η Κέλι Οζμπορν από μόνη της αποτελεί το τελευταίο μουσικό ανέκδοτο που κυκλοφορεί στην Αμερικανική Ήπειρο. Μια φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε μονάχα ο Τζεφ Μπάκλει αλλά κι αυτός δεν πρόλαβε να το χαρεί και πολύ, γλιστρούσαν βλέπετε πολύ τα πόδια του όταν ήταν κοντά σε κοίτες ποταμών…
Ο Finn Andrews μόλις έκλεισε τα 21 του χρόνια. Γεννήθηκε την εποχή που ο πατέρας του, Barry, έπαιζε μπάσο στους Shriekback κι αφού είχε περάσει για ένα φεγγάρι κι από τους μέγιστους XTC. Μεγάλωσε στο Λονδίνο αλλά στα 12 του μετακόμισε στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας και γαλουχήθηκε μουσικά υπό τους ήχους των ηφαιστείων και των βελασμάτων των προβάτων για να ξαναγυρίσει στην αγγλική πρωτεύουσα όταν είδε κι απόειδε ότι μετά τους Crowded House η χώρα θα κάνει άλλα εκατό χρόνια για να βγάλει μια μπάντα της προκοπής. Ο Finn Andrews τυγχάνει και ιθύνων νους πίσω από τους Veils, για τους οποίους η Rough Trade έδωσε γη και ύδωρ ώστε να τους εντάξει στο ρόστερ της.
Ο Finn διαθέτει αδιαμφισβήτητα μια εντυπωσιακή φωνή: κάτι μεταξύ Richard Ashcroft τις ένδοξες μέρες των Verve, με ολίγη από Guy Garvey και Jimi Goodwin των Doves.Το όνομα όμως που πετάγεται σχεδόν αυτόματα στο νου είναι αυτό του James Walsh των Starsailor. Αχα, η γνωστή σπαραξικάρδια, παραπονιάρικη, βασανισμένη φωνή λοιπόν. Χωρίς όμως τους μελοδραματισμούς στους οποίους συχνά υποκύπτει ο Λονδρέζος συνάδελφος του. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είθισται να λέει ο μουσικοκριτικός το εξής απαράδεκτο κλισέ: «είναι μια περίπτωση φωνής που είτε την αγαπάς είτε την μισείς, πάει και τελείωσε!». Ξέρετε τι λέω λοιπόν; Να μαζευτούμε τέσσερα- πέντε άτομα και να κάνουμε μια τριμελή επιτροπή (που έλεγε κι ο θεός Βαμβακουλας!) κι οποίον έχει αντίθετη άποψη, ο Ζήλος κι ο Πετριδης να τον βάλουν να περπατήσει πάνω σε μια σανίδα και να τον ρίξουν στον Καιάδα της μουσικής και να ησυχάσουμε μια και καλή με δαύτους που δεν δύνανται να πάρουν θέση προς ή ενάντια στο δίπολο αυτό.
Η φωνή του Finn είναι ένα επίπεδο πιο πάνω από τις αντίστοιχες πολλών συναδέλφων του και το 'The Runaway Found' τα έχει όλα: ένα κλασικό σινγκλ με Motown-ικο backbeat αναμεμειγμένο με την βρώμικη γκλαμουριά των Suede (“Guiding Light”), μια βραδύκαυστη μπαλάντα με στιχουργικές συνεισφορές από τον Όσκαρ Ουαιλντ (“The Valleys of New Orleans”), τους Television να κρύβονται πίσω από τις γρίλιες παίζοντας ένα επαναλαμβανόμενο ριφάκι στο πιάνο (’Lavinia’), τον Jeff Buckley να αγκομαχάει πίσω από το πιο οργασμικό φινάλε που άκουσα φέτος σε τραγούδι (Vicious Traditions), ένα σινγκλ από την Χρυσή Εποχή που βασίλευε η Brit Pop, ικανό να σπάσει και τον πιο γερο σβέρκο από το headbanging (More heat than light), το με αναφορές στην Σουηδική power pop σχολή (The Nowhere Man), ένα υπόδειγμα για το πώς θα ακούγονταν οι Echo and the Bunnymen αν μαθήτευαν δίπλα τον Boss (The Tide That Left And Never Came Back), το φωτεινό κομμάτι για όλες τις όμορφες στιγμές της μέρας, τραγουδισμένο από μια μπάντα που λες κι είναι στα πρόθυρα της διάλυσης (The Wild Son), μια επική βρετανοπρεπή μπαλάντα γραμμένη κατά την διάρκεια του Live Broadcast των Doves ("The Leavers Dance") και την μοναδική ευκαιρία να δούμε τι θα γινόταν αν οι Smiths επανασυνδέονταν αν ο ζοχαδιασμένος Johnny Marr αποφάσιζε να φέρει για φωνητικά τον James Walsh (‘Talk Down The Girl’).
Ακούστε τώρα και τα καλύτερα: την παραγωγή έχει αναλάβει ο Bernard Butler. Αφού μας έδωσε μερικά από τα σημαντικότερα ριφ της προηγούμενης δεκαετίας κι αφού ξεκατινιάστηκε –φιλικά πάντα - με την Sophie Ellis Bextor, διάβασε το How To Become A Decent Producer, written by Brian Eno κι είπε να κάνει το δεύτερο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Και δεν τα πάει και άσχημα! Το Φωτοστέφανο του είναι πανταχού παρόν, αφήνοντας μια γεύση τρισδιάστατης προσέγγισης στο τελικό αποτέλεσμα, π.χ. στο The Valleys of New Orleans ακούγεται από πίσω από το πιάνο μια φωνή – ο Brett Anderson ίσως; – να καγχάζει “where did it all go wrong?”.
Μπορεί να μην δώσει στο hype την ίδια ώθηση που του έδωσε πρόπερσι το Is This It, παρόλο που πολλοί είχαν εκφραστεί το ίδιο κολακευτικά για το άλμπουμ αυτό, μπορεί να μην φαντάζουν τώρα τουλάχιστον ως οι διάδοχοι των Coldplay, όπως είχε γράψει το ΝΜΕ και μπορεί να μην μετράνε μέχρι στιγμής στο Χρηματιστήριο της Εναλλακτικής Σκηνής όσο οι Franz Ferdinand, αλλά το ντεμπούτο τους είναι καταδικασμένο να μην αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, ιδιαίτερα κάποιες βασανισμένες σαν τον Finn ψυχές που θα έχουν το κουράγιο να κοιτάξουν κατάματα την μελαγχολία και θα της ρίξουν ένα φάσκελο στην μούρη. Προσωπικά τρέμω να μην είναι ακόμη μια περίπτωση σαν τους Muse… Γιατί αν εκτραχυνθούν στα ίδια μουσικά μονοπάτια με αυτούς, τότε δεν μας σώζει ούτε ο Καρβέλας…
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
The Veils - The Runaway Found
- Βαθμολογία: 7
- Καλλιτέχνης: The Veils
- Label: Rough Trade / Hitch-Hyke
- Κυκλοφορία: Απρ-04