Να δούμε λοιπόν τι λέει τελικά το άλμπουμ που τα Rough Trade record shops ψήφισαν δέκατο καλύτερο άλμπουμ της περισυνής χρονιάς. Ένα άλμπουμ βέβαια για το οποίο ευθύνεται μία πρώην υπάλληλος των φημισμένων δισκοπωλείων και δεν μπορούμε παρά να είμαστε καχύποπτοι αρχικά, τουλάχιστον για το αντικειμενικόν της εν λόγω τιμητικής διάκρισης. Anyway, αυτά είναι λεπτομέριες. Στην ουσία λοιπόν...

H Hayley Willis είναι μία τυπική περίπτωση νεαράς τραγουδοποιού αφενός, αλλά από την άλλη, το γεγονός του ότι ερωτοτροπεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό με τη soul μουσική, δεν μπορεί παρά να μας κάνει να την ξεχωρίσουμε εν πρώτοις. Διαθέτει ολόκληρη μπάντα, μόνιμη από ό,τι φαίνεται, αρκετά σημαντικό στοιχείο για την μεστότητα του ήχου των τραγουδιών της και πάνω στις γνώριμες πλάτες της κιθάρας, του πιάνου και αρκετών άλλων έγχορδων κυρίως οργάνων, σχηματίζει τον προσωπικό της ήχο. Κάτι που το καταφέρνει σε αρκούντως ικανοποιητικό βαθμό εδώ είναι αλήθεια, και φυσικά είναι στα -πολύ- θετικά του άλμπουμ το γεγονός ότι είναι φτιαγμένο από μία δεμένη μπάντα ουσιαστικά, παρά μία ομάδα session μουσικών που απλά ακολουθούν το όραμα του/της τραγουδοποιού.

Υπάρχουν μερικές πολύ καλές στιγμές, highlights αν θέλετε, στο άλμπουμ, που κερδίζουν όχι μόνο μία, αλλά επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Όταν όμως συναντάς μία από αυτές με το που ξεκινάει το άλμπουμ, δηλαδή το Take You High –όνομα και πράγμα δηλαδή- και μετά εχεις μία κλασική κλαψούρα, όπως το Oh Brother και περιμένεις να γλυκαθεί ξανά το αυτάκι σου μέχρι να φτάσεις στο 4ο κομμάτι, με το Paper & Stone, ένα κομμάτι που θα μπορούσε να είχε τραγουδίσει η Joni Mitchel, με ρυθμικά κρουστά και μία μελωδία που φλερτάρει με τη soul μουσική, μία φόρμουλα που ακολουθεί και στο επόμενο τραγούδι, το επίσης πολύ ωραίο Ballad Of Sadie Lee, τότε διαπιστώνεις ότι έχεις να κάνεις με ένα άνισο κατά βάση άλμπουμ. Πραγματικά, δεν λείπουν και στην υπόλοιπη διάρκεια του άλμπουμ οι μέτριες στιγμές, με αποτέλεσμα να «θάβονται» ουσιαστικά σπουδαίες στιγμές, όπως το Talk To Me, που μας φέρνει στο μυαλό τον ήχο του Pink Moon του Nick Drake ή το November, με το γλυκό πιανάκι του.

Ένα άλμπουμ στο οποίο η Willis μπερδεύει με αξιοπρόσεκτο στυλ, είναι αλήθεια, επιρροές και από blues φόρμες και ακούσματα, κάτι που σε συνδυασμό και με τις soul και folk επιρροές, φτιάχνουν ένα πολύ ελκυστικό βασικό ηχητικό background. Αυτό είναι ουσιαστικά το βασικό συν του όλου δίσκου. Από εκεί και έπειτα, δεν μπορείς να αγνοήσεις το γεγονός της απουσίας μίας ιδιαίτερης σιχουργικής σφραγίδας στο σύνολο του άλμπουμ. Μίας σφραγίδας που θα προσφέρει μία ιδιαίτερη χροιά στο όλο εγχείρημα, που θα αναγκάσει τον ακροατή να ταυτιστεί με κάποιους στίχους, άρα και με κάποια τραγούδια συγκεκριμένα.

Η αλήθεια είναι ότι και ωραία και πολύ ενδιαφέροντα είναι όλα αυτά που έχει δοκιμάσει στον ήχο της εδώ η Hayley, αλλά σε αυτό το ντεμπούτο της δεν πείθει πάντα πως διαθέτει ακόμα την στόφα των σπουδαίων γυναικών τραγουδοποιών, όπως η Joni Mitchel ή -για να μην πηγαίνουμε και πολύ μακριά- η Shelby Lynne ή η Beth Orton. Πάντως, ήδη δείχνει πως ακολουθεί έναν πολύ ενδιαφέρον προσωπικό δρόμο, ο οποίος σιγά σιγά μέσω της προσωπικής ωρίμανσης έχει τα φόντα να γίνει πραγματικά συναρπαστικός, επιλέγοντας ακόμα πιο αυστηρά ενδεχομένως το υλικό της και φτιάχνοντας ένα μεστό και συνολικά πολύ αξιόλογο άλμπουμ. Και (γιατί όχι;) ενδεχομένως να εισάγει και ορισμένα νεωτεριστικά στοιχεία στη μουσική της και να μην μένει απλά σε πεπαλαιωμένες ηχητικές προτάσεις, αλλά να προσαρμόσει και εισάγει αυτές τις προτάσεις στον νέο αυτό μουσικό αιώνα που διανύουμε. Για την ώρα, δοκιμάστε να γνωρίσετε τον κόσμο της και θα αμοιφθείτε με έναν πραγματικά ιδιαίτερο ήχο και μερικά πολύ όμορφα τραγούδια. Για ντεμπούτο, είναι υπεραρκετό, δεν νομίζετε;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured