Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του καλαίσθητου βιβλίου που συνοδεύει το κουτί με τα 4 cd που περιμέναμε εδώ και χρόνια να κυκλοφορήσουν οι Cure – κι έπρεπε μάλλον να λυθεί το συμβόλαιο με την εταιρία που τους φιλοξενούσε όλα τα χρόνια της καριέρας τους για να γίνει το όνειρό μας πραγματικότητα, κι από εδώ και στο εξής θα ακούμε τις νέες τους δουλειές μέσω της εταιρίας του παραγωγού Ross Robinson με το όνομα iam – είναι σαν να ξεφυλλίζω ένα άλμπουμ με σκηνές της δικής μου ζωής. Πραγματικά, πολλές από τις φωτογραφίες που περιέχονται στις σελίδες του είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με δικές μου φάσεις της εφηβικής ζωής, τότε που στο σχολείο γράφαμε τα ονόματα των συγκροτημάτων που αγαπούσαμε στα εξώφυλλα των βιβλίων, και οι δικοί μου The Cure φάνταζαν εξωγήινοι δίπλα στους Doors και τους Deep Purple των συμμαθητών μου.
Οι Cure ήταν το πρώτο new wave συγκρότημα που άκουσα (μαζί ίσως με τους Echo & The Bunnymen και δυο – τρεις άλλους) και το “Boys Don’t Cry” άλμπουμ τους ήταν ο δίσκος που με έκανε να γυρίσω για τα καλά την πλάτη μου στο κλασικό παραδοσιακό ροκ για μεγάλο διάστημα. Για πάρα πολλά χρόνια, υπήρξαν από τα περισσότερο συναρπαστικά σχήματα της δεκαετίας του ’80, και για ένα μικρό διάστημα της δεκαετίας του ’90 (κατά την προσωπική μας άποψη πάντα). Ακόμη πάντως κι αν χάσαμε το ενδιαφέρον μας γι’ αυτούς για κάμποσα χρόνια – το “Wild Mood Swings” εξακολουθεί να παραμένει ένα τρομακτικά αδιάφορο πόνημα για τον γράφοντα – δεν χάσαμε ποτέ την πίστη μας στον ηγέτη τους, ότι κάποτε, δεν μπορεί, θα κάνει ξανά το χατ τρικ, γεγονός που βγήκε αληθινό με το εξαίσιο “Bloodflowers” προ τετραετίας, μια υποδειγματική επιστροφή στην πραγματική φόρμα.
Οι Cure έχουν παίξει τέσσερις φορές στη χώρα μας, και ήμασταν παρόντες σε όλες: από την πρώτη το 1985, όταν είχαν κάνει την παρθενική παρουσίαση του “In Between Days” και κάτι μέσα μας έλεγε ότι η σκοτεινή διάθεση στη μουσική τους περνούσε πια σε δεύτερο πλάνο και μια παγκόσμια καριέρα βρισκόταν προ των πυλών, τη δεύτερη το 1989 (σε άδεια απ’ το στρατό, αν και αυτό σήμαινε ότι χάθηκε η εμφάνιση των Pixies λίγες ημέρες νωρίτερα), μια ακόμη το 1991 ή κάπου εκεί γύρω τέλος πάντων – με support από τους Jesus & Mary Chain – μια εμφάνιση για την οποία πολλοί είχαν πει ότι ήταν απογοητευτική, αν και εμάς δεν μας είχε φανεί καθόλου έτσι, και τέλος την καταπληκτική τους συναυλία στο Shockwave πριν από δυο χρόνια, όταν έπαιξαν ένα εντελώς αντιεμπορικό σετ και έβλεπα έκπληκτος – ή μάλλον όχι τόσο έκπληκτος τελικά – τον κόσμο να αποχωρεί μαζικά επειδή δεν έβλεπαν να «έρχονται» τα χιτάκια. Η τελευταία μου έδωσε επίσης την ευκαιρία να πάρω επιτέλους και συνέντευξη από τον Robert Smith, κάνοντας πραγματικότητα ένα όνειρο ζωής – όσο κι αν σου κάνουν κακή εντύπωση οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και η απουσία φιλικότητας που εισπράττεις από έναν καλλιτέχνη του δικού του βεληνεκούς. Με τον Robert Smith κάθεσαι μαζί όταν νωρίτερα ο tour manager αναγγέλλει την έλευση του, και με το τέλος της συνάντησης σφίγγεις τα χέρια και τον χάνεις. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι σχεδόν μαγικό να μιλάς μαζί του, όσο κι αν σε απογοητεύει η εκ του σύνεγγυς επαφή, έτσι σχετικά κοντός που είναι και ολίγον παχουλός, με τη λεγόμενη beer belly να τον χαρακτηρίζει! (Από τα είδωλά σου δεν περιμένεις τίποτε λιγότερο απ’ το να έχουν την οπτική υπόσταση ενός Θεού περίπου!).
Αρκετά όμως με τις προσωπικές μου μονομανίες, είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα έχουν τις δικές τους ιστορίες να πουν που να συνδέονται με κάποιο τραγούδι των Cure, πολύ περισσότερο όσοι δεν τους ξέρουν από τις επιτυχίες τους και δεν γνωρίζουν μονάχα τα κομμάτια που περιέχονται στις ουκ ολίγες συλλογές που έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει. Τρία best of… έχουν βγάλει ζωή να ‘χουν, συν το “Japanese Whispers” που συλλέγει τα κομμάτια από τρία σινγκλ, συν τέσσερα ακόμη live άλμπουμ, συν ένα ακόμη με ρεμιξ, οπότε ξέρουν πολύ καλά – είτε αυτοί είτε η εταιρία τους – το πώς να βγάζουν από έναν κατάλογο με τραγούδια ξύγκι. Δεν τους έπαιρνε λοιπόν να αρχίσουν κι εδώ να βάζουν επιτυχίες η αποτυχίες από τους δίσκους τους, άρα στα 70 κομμάτια του “Join The Dots” δεν θα βρείτε κάτι που έχει μπει πολλές φορές σε άλλους δίσκους, μονάχα κομμάτια που στόλιζαν τις δεύτερες πλευρές από τα σινγκλ τους, διαφορετικές μίξεις σε γνωστά κομμάτια που γέμιζαν, όπως ήταν ο κανόνας κατά τη δεκαετία του ’80 κυρίως, τα δωδεκάιντσα, διάφορες συμμετοχές τους σε συλλογές και σάουντρακ, κι ευτυχώς, ένα σκασμό από ακυκλοφορητα τραγούδια και ρεμιξ που για τον έναν η τον άλλο λόγο δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο τους προς το βυνίλιο ή άλλη μορφή που θα τα φέρει στο φως της ημέρας.
Παρά πολύ το υλικό που ακούμε εδώ και «καινούργιο» μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας το ότι πρόκειται για μουσική που, αν δεν είσαι τόσο φανατικός οπαδός τους ώστε να επενδύεις στα σινγκλ τους κάθε φορά που αυτά βγαίνουν, και τα τελευταία χρόνια σε δυο διαφορετικές εκδόσεις με ξεχωριστά κομμάτια στο κάθε ένα όπως συμβαίνει συνήθως, τότε σημαίνει ότι δεν αποκλείεται να σου αποκαλυφθεί ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος από Cure που δεν είχες ποτέ ακούσει. Το καταπληκτικό είναι ότι τα μισά πάνω – κάτω κομμάτια είναι τόσο καλά, ώστε θα μπορούσαν να είχαν περιληφθεί σε κάποιο άλμπουμ του συγκροτήματος, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Smith στην εκτενή του συνέντευξη που συμπληρώνει το αρκετά κατατοπιστικό κείμενο του βιβλίου που υπάρχει εντός του κουτιού, αν δηλαδή τα κριτήρια του για τα κομμάτια που παίρνουν το τελικό ok για τους δίσκους του δεν ήταν τόσο αυστηρά. Ο αντίλογος ασφαλώς λέει ότι ορισμένα κομμάτια δεν θα μπορούσαν να είχαν πάρει τη θέση τους σε άλμπουμ των Cure για τον πολύ απλό λόγο ότι αποτελούν εναλλακτικές μορφές άλλων κομματιών που μπήκαν στους δίσκους τους, όπως για παράδειγμα το οργανικό “Another Journey By Train”, που στην ουσία είναι μια σύνθεση πολύ κοντά στο “Play For Today” από το “Seventeen Seconds” η το “Icing Sugar” που είναι βασικά το “The Lovecats” με άλλη ενορχήστρωση. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα συγκροτήματα κρατάνε τις πιο πρωτότυπες ιδέες τους για τα συμπληρώματα ενός επτάιντσου, και αν μη τι άλλο, οι Cure κράτησαν και κρατάνε ένα υψηλό επίπεδο για τα τραγούδια αυτά.
Δίπλα λοιπόν σε κάθε κομμάτι που μπήκε σε δεύτερη πλευρά, θα βρείτε στο κουτί αυτό δυσεύρετες στιγμές τους όπως τη διασκευή τους στο “Young Americans” του David Bowie (που πρωτοεμφανίστηκε σε μια συλλογή – οικονομική βοήθεια στον περίφημο ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου XFM, τον οποίο είχαν ούτως ή άλλως ιδρύσει ο Robert Smith με τον μάνατζέρ τους Chris Parry, τον άνθρωπο που παράτησε τη δουλειά του στην Polydor για να ανοίξει την εταιρία Fiction μονάχα για εκείνους), μια διαφορετική εκδοχή στο “Purple Haze” του Jimi Hendrix απ’ αυτή που υπήρχε στη συλλογή “Stone Free” και δεν είχε κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα, μια επίσης ακυκλοφόρητη ψυχεδελική μίξη στο “Hello I Love You” των Doors, που σε άλλη μορφή είχαμε ακούσει σαν μέρος της συλλογής “Rubaiyat”, μέχρι ένα ρεμίξ του Paul Oakenfold στο “Out Of This World” που δεν έχει ξανά – ακουστεί μέχρι σήμερα υπάρχει, για να ανάψει τα αίματα πάντων των ακροατών. Τέλος, όλη η ανασκόπηση της μέχρι σήμερα καριέρας τους ξεκινάει περίπου από εκεί που ξεκίνησε, με μια καινούργια μίξη του “A Forest” από τον Mark Plati που έγινε το 2001 και φιλοξενεί στην κιθάρα τον Earl Slick, παλιό κιθαρίστα του David Bowie (o Robert Smith ανταποδίδει τη χάρη συμμετέχοντας στο ολοκαίνουργιο άλμπουμ του τελευταίου με τίτλο “Zig Zag”. Πληροφοριακά, δεν πρόκειται για τη χορευτική μίξη που ακούγεται τελευταία στο ραδιόφωνο και μοιάζει σαν τα ρεμιξ που έγιναν στους U2 και το “Lemon”).
Αν έχουμε κάποιες ενστάσεις σχετικά με το κουτί, αυτές θα πρέπει να περιοριστούν στο ότι η υπερπληθωρα υλικού από ένα συγκρότημα σαν τους Cure μπορεί να κουράσει κάποιον που είχε μια επιφανειακή επαφή με το συγκρότημα όλα αυτά τα χρόνια, η φωνή του Smith σίγουρα θα καταντήσει από ένα ορισμένο σημείο και μετά μονότονη και επαναλαμβανόμενη, ενώ δεν είναι και όλα τα κομμάτια ό,τι καλύτερο έχει φέρει την υπογραφή τους. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, ποιος άλλος εκτός από έναν φαν τους θα έπαιρνε μια τέτοια συλλογή, ενώ αν ήθελε να μείνει στα απολύτως βασικά θα τον κάλυπτε μια χαρά η προ τριετίας κυκλοφορημένη επιλογή με τα καλύτερα κομμάτια τους;
Αφού είπαμε για το περιεχόμενο του κουτιού, τι μένει άλλο να πούμε; Για το πόσο σημαντικό συγκρότημα υπήρξαν στην εποχή τους; Για το πόσους νεαρούς και νεαρές έσπρωξαν στο να ακούν πολύ συγκεκριμένες και σκοτεινές μουσικές, χώρια το πώς διαμόρφωσαν την γκαρνταρόμπα τους και τον τρόπο που έβγαιναν έξω (και πάντα βράδυ, να μην ξεχνιόμαστε!); Για το πώς κατάφεραν να διατηρούν διαρκώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και να κατακτούν όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, φτάνοντας σήμερα να είναι ένα από τα πλέον επιτυχημένα συγκροτήματα, με τεράστιο ακροατήριο στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακόμη μεγαλύτερο και πιστότερο στην Ευρώπη, χωρίς ασφαλώς να πηγαίνουν πίσω η Αυστραλία και η Ιαπωνία; Για το πώς φτάνοντας εδώ, αυτή τη στιγμή, με αυτή την ανασκόπηση της καριέρας τους μ’ αυτό το κουτί που περιέχει ένα σωρό καινούργιες εκπλήξεις που κάποιοι ίσως να είχαν ήδη υπόψη τους μα ακόμη περισσότεροι αγνοούσαν, το μέλλον προμηνύεται λαμπρό όσο ποτέ άλλοτε και ευοίωνο, ακόμη και για τους πιο κακοπροαίρετους από εκείνους που τους παρακολουθούν; Ο Robert Smith μου είχε πει στη συνέντευξη που προαναφέραμε ότι έχει ήδη ηχογραφήσει ένα προσωπικό άλμπουμ, το οποίο το πιθανότερο είναι να κυκλοφορήσει διπλό, με bonus δισκάκι που θα περιέχει το άλμπουμ σε ινστρουμένταλ έκδοση, αλλά όλα αυτά όχι πριν από το επόμενο νέο άλμπουμ των Cure, που θα είναι απ’ όσο πληροφορηθήκαμε αργότερα σε παραγωγή του Ross Robinson – το οποίο τι ακριβώς σημαίνει; Ότι θα το γυρίσουν στο ελαφρύ μέταλλο, θα γίνουν περισσότερο σκληροί από ποτέ, θα επιχειρήσουν να συναντήσουν το κατά δύναμη το βιομηχανικό ήχο των Nine Inch Nails που τόσο τον έχει ενθουσιάσει τελευταία;
Ποιος να ξέρει, μένει να το δούμε! Και ποιος να κάνει άσκοπες προβλέψεις για το ποια και πόσα από τα παραπάνω θα βγουν αληθινά! Το ζήτημα είναι πως, όπως είπαμε και προηγούμενα, ο Smith και το όχημα που οδηγεί εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες – ναι, τόσες είναι, αλήθεια… - δείχνουν να μην έχουν ρίξει ακόμη όλα τους τα χαρτιά στο τραπέζι, και θα συνεχίσουμε ως εκ τούτου να παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον την κάθε επόμενη κίνηση του. Ίσως να μην καθορίσει πια τη ζωή μας με τόσο απόλυτο τρόπο, μα , τι στο καλό, καλή μουσική θα ακούσουμε από τα χεράκια του ό,τι και να γίνει. Γι’ αυτό το τελευταίο μάλιστα, εμείς προσωπικά δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία. Κανείς άλλος μήπως;
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
The Cure - Join The Dots
- Βαθμολογία: 7
- Καλλιτέχνης: The Cure
- Label: Fiction / Universal
- Κυκλοφορία: Φεβ-04