Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που άκουσα το “Upside Down” των Jesus & Mary Chain έπαθα πολιτισμικό σοκ, με τα κύματα feedback και την εξαίσια μελωδία που κρυβόταν από κάτω τους. Το δεύτερο σοκ ήταν όταν διάβασα ότι τα τύμπανα που ακούγονταν στο κομμάτι ήταν στην ουσία ένα ταμπούρο και ένα βαθύ που έπαιζε όρθιος ένας τύπος με φράντζα τόσο μεγάλη που τον εμπόδιζε σχεδόν να βλέπει. Τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι, αντιπροσώπευαν ένα διαφορετικό είδος ανδρικών pin-ups, και ειδικά ο ντράμερ – ο Θεός να τον κάνει! – αποδείχθηκε ότι το ήξερε περισσότερο καλά απ’ τους υπόλοιπους τρεις. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν ότι ο πρώτος ήταν διατεθειμένος να γίνει κάτι παραπάνω από ένας απλός θιασώτης της indie (υπο)κουλτούρας, ήθελε να ανατρέψει τα δεδομένα της σκηνής. Κι όλοι ασφαλώς γνωρίζουν πως τα κατάφερε με χαρακτηριστική ευκολία κι αμίμητο στυλ!



Ο Bobby Gillespie δεν έκρυβε μονάχα ένα φλογερό πάθος για την ποπ και τη χορευτική μουσική μέσα του, είχε και το κατάλληλο σχέδιο για να πραγματώσει μια εξελιγμένη μορφή των δύο αυτών στοιχείων τέτοια, ώστε να συντελεστεί η πολυπόθητη από καιρό σε καιρό επανάσταση στις στάσιμες πτυχές της νεανικής μουσικής έκφρασης. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε σαν μέλος στη μελαγχολική μπάντα της ετικέτας Factory με το όνομα The Wake (πολύ ωραίο γκρουπ πάντως!), και έκανε τα πρώτα του βήματα με τους Primal Scream παίζοντας νοσταλγική κιθαριστική anorak ποπ, σύντομα οι κατάλληλες γνωριμίες αλλά και το όραμά του για κάτι διαφορετικό, τον έβαλαν στο ίδιο στούντιο με τον Andrew Weatherall και το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που στιγμάτισε μια ολόκληρη εποχή μα και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα όσα ακούμε σήμερα. Αν δεν είχε βγει ποτέ το “Screamadelica”, ίσως οι φίλοι της ανεξάρτητης σκηνής να στέκονται ακόμη ακίνητοι σαν αγγούρια στα κλαμπ που συχνάζουν, και αντίστοιχα, οι οπαδοί της dance κουλτούρας να μην ανέχονταν την παραμικρή ηλεκτρική κιθάρα στα κομμάτια που αντηχούν στους τοίχους των δικών τους στεκιών.

Και το πράγμα δεν τελειώνει ασφαλώς εκεί. Εκείνη δεν ήταν η μοναδική καινοτομία που εγκαινίασαν οι Primal Scream. Αν προσπεράσουμε τη φαεινή τους ιδέα να επαναφέρουν στην επικαιρότητα έναν ήχο που παρέπεμπε κατευθείαν στους Rolling Stones με το άλμπουμ τους “Give Out But Don’t Give Up” (έναν δίσκο που ο γράφων απεχθάνεται τόσο ώστε, αφενός δεν τον έχει εσκεμμένα στη δισκοθήκη του, κι αφετέρου τον έκανε να μην ανέβει τότε στο Λυκαβηττό για την συναυλία τους εκείνης της εποχής, τους είχε πάντως τιμήσει στην πρώτη τους έλευση εδώ γύρω στο 1989-90. Άντε με το καλό να ξανάρθουν!), έκαναν δύο – τρεις ακόμη ντρίμπλες που άφησαν πίσω τους ζαλισμένο τον ανταγωνισμό. Ποιος περίμενε έναν τόσο εκρηκτικό και ξεχωριστό δίσκο σαν το “Vanishing Point”, που να ακολουθείται από μια τόσο εκτυφλωτική δισκάρα σαν το “Xtrmntr” και τη σκυτάλη να παίρνει τέλος το σπουδαίο και με τις τρομερές στιγμές του “Evil Heat”; Το γκρουπ δηλώνει καθαρά με τη σειρά αυτή των δίσκων ότι δεν του αρκεί μονάχα να γράφει κομμάτια που να εμπνέουν το μυαλό και το σώμα των ακροατών τους, μα επιμένει να προπορεύεται των υπολοίπων και να καθορίζει τις μελλοντικές ηχητικές τάσεις - όποτε μπορεί τουλάχιστον, αφού ουκ ολίγες φορές υπήρξε και ουραγός στην ηχητική μόδα που ξεκίνησαν άλλοι. Αυτό όμως κυρίως στα πρώτα βήματα της καριέρας τους.

Για όλα τα παραπάνω, αποτελούν ένα από τα λίγα συγκροτήματα που τους αξίζει μια συλλογή με τα καλύτερα κομμάτια της μέχρι σήμερα πορείας τους. Και λόγω του τελευταίου που αναφέραμε λίγο πριν, δεν θα βρείτε τίποτα από τα δύο πρώτα τους άλμπουμ εδώ, πολύ περισσότερο από τα πρώτα τους σινγκλ στην Creation (εκεί δηλαδή που βγήκε και η πλειοψηφία του υλικού τους, το “Xtrmntr” μάλιστα ήταν ο τελευταίος δίσκος που βγήκε από το label πριν το αφομοιώσει ολοκληρωτικά η Sony). Τα 18 κομμάτια της συλλογής προέρχονται από τα πέντε τελευταία τους άλμπουμ, και σίγουρα θα έχετε τις αντιρρήσεις σας για την απουσία κάποιων συγκεκριμένων τραγουδιών. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να λείπουν από εδώ το “Star” ή το “If They Move Kill ‘Em” στην MBV Arkestra εκτέλεση; Πέρα από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσατε να αγαπάτε εσείς προσωπικά, το “Dirty Hits” δεν έχει σοβαρές ελλείψεις. Περιέχονται όλα σχεδόν τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν και σαν σινγκλ, συν ένα καινούργιο, μια νέα εκτέλεση του “Some Velvet Morning” του Lee Hazelwood, με τη μοντέλα Kate Moss στα φωνητικά.

Εκτός του ότι η εκτέλεση είναι ψιλοχάλια (ή γιατί να μην το πω καθαρά, η εκτέλεση είναι εντελώς για τα μπάζα!), πιστεύουμε ακράδαντα και το δηλώνουμε απερίφραστα ότι η συγκεκριμένη δεσποινίδα (ή είναι κυρία και έχουμε χάσει επεισόδια;) θα έπρεπε να κρατιέται μακριά από μικρόφωνα με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μην πούμε κι από τις πασαρέλες το ίδιο. Κατανοούμε ότι ο κόσμος της μόδας και της ροκ μουσικής κάνουν προσπάθειες να συναντηθούν, εμείς όμως συγνώμη, αλλά δεν φταίμε σε τίποτα! Πλάι σε αυτή την αποκλειστικότητα της συλλογής, υπάρχει ένα ακόμη bonus cd που περιέχει 13 ρεμίξ που έχουν γίνει κατά καιρούς στις επιτυχίες τους, με καλά ως επί το πλείστον αποτελέσματα. Από το “Living Dub” του Adrian Sherwood – και το άλμπουμ “Echo Dek” που υπήρξε ένα dub πείραμα επάνω στο νεανικό, σφικτό κορμί του “Vanishing Point” – μέχρι ποικίλες μεταποιήσεις από ονόματα σαν τους Two Lone Swordsmen ή τους Sabres Of Paradise (Andrew Weatherall και πάλι), τους Chemical Brothers και τον Terry Farley, τους Massive Attack και τους Orb, την αφρόκρεμα με λίγα λόγια του ρεμιξαριστικού κινήματος, υπάρχουν ενδιαφέρουσες απόψεις να ακούσει κανείς!

Οι Primal Scream έχουν ήδη γράψει τη δική τους ιστορία στο χώρο της σύγχρονης Βρετανικής indietronica, κι είθε να συνεχίσουν με την ίδια όρεξη να μας εκπλήσσουν. Ως εκ τούτου, και για να είναι εφικτή η πραγμάτωση της παραπάνω ευχής, ελπίζω να μην σταματήσει η σταθερή παροχή του νησιού με πρώτης τάξεως χημικές ουσίες!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured