Την εκτίμησή μας για τo duo των Big Boi και Andre 3000, που μας έχει δώσει τέσσερα εκπληκτικά άλμπουμ από το 1993 και είναιπάντα νεωτεριστικό, χωρίς να χάνει κάτι από το μη επιτηδευμένο radio-friendly χαρακτήρα του, την έχουμε πολλάκις εκφράσει απότην ηλεκτρονική αυτή έκδοση. Αυτή τη φορά όμως και οι ίδιοι ίσως δεν μπορούν να αντιληφθούν τι τους συμβαίνει. Ευρισκόμενοιεν μέσω ενός πρωτόγνωρου hype και μιας απεριόριστης προβολής, οι Outkast θα αναρωτιούνται τί είναι τούτο που συντόνισε στουςίδιους ρυθμούς θαυμασμού το αμερικάνικο κοινό και τους κριτικούς-λάτρεις της πιο σοφιστικέ πλευράς του hip-hop. Η απάντησηέχει δοθεί αρκετές φορές στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας και δη σε εποχές δημιουργικής πενίας. Όπως συμβαίνει άλλωστεκαι σε άλλα είδη σε μεταβατικές περιόδους, εκείνος που θα προβάλλει το διαφορετικό με ένα μεγαλεπήβολο κόνσεπτ, έχοντας ναπει πράγματα και πάντα όντας αρκετά κοντά στην ποπ κουλτούρα, έχει τις περισσότερες ελπίδες να "τινάξει" τη μπάνκα. MTVθέλοντος και εταιρίας πιστής (ή και αντιστρόφως) όλα μοιάζουν πολύ πιο εύκολα απ' όσο φαίνονται και δημιουργούν και τηναπαραίτητη αλυσίδα που πάλι περιέχει μέσα τους κριτικούς. Ποιος δεν θα ήθελε να μην ανήκει στους προ Χριστού (original)προφήτες;

Aς ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά: Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ξεχωριστά άλμπουμ που ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, από τοπρώτο, ως το τελευταίο στάδιο κι από τον ήχο, τους συντελεστές και την τεχνοτροπία, ως την αίσθηση που αφήνουν.

Το πρώτο κυριαρχείται από την -για πρώτη φορά τόσο- επιβλητική παρουσία του Big Boi. Κομμάτια σαν τα “GhettoMusick” και “FlipFlop Rock” με τους Killer Mike και Jay-Z, έχουν την straight αισθητική της παλιάς σχολής. Τίγκα στο μπάσο, τους electrosynthesizer ήχους, τη funky παραγωγή, τις σαφείς ηχητικές αναφορές στον George Clinton, αποτελούν το συνεκτικό μέρος τηςδουλειάς. Ένα χορταστικό γαϊτανάκι καθαρόαιμων hip-hop κομματιών, τα οποία άλλοι συνάδελφοί του αγκομαχούν για να τα βρουν σε3-4 δισκογραφικές δουλειές.

Στο δεύτερο άλμπουμ όμως κυριολεκτικά χάνεται το τόπι. Ο Andre, που αναλαμβάνει εδώ τα ηνία, είχε αρχίσει να αποχωρίζεται γιατα καλά τα συμβατικά χωράφια του χιπ χοπ από το “Stankonia”, μα εδώ κάνει ένα μεγάλο, αν και κάπως ασυντόνιστο βήμα να ταυπερβεί για άγνωστο προορισμό. Αυτή μάλιστα η διάθεσή του ίσως και να αφήσει τον ακροατή αρχικά με μια απορία ως προς το πουτο πηγαίνει, αφού από την αρχή μέχρι το τέλος, η συνοχή των κομματιών που αλληλοδιαδέχονται στηρίζεται ...στα σημεία. Θαέχετε ακούσει σίγουρα το "Hey Ya": Αστείο, light, μα και horny και ευφυές καλοκαιρινό κομμάτι, που ενώ στα χέρια τωνBloodhound Gang θα πέρναγε μόνο ως ευκαιρία για μια επίδειξη πνεύματος εθελοντισμού επί σκηνής, στα χεράκια του Andre γίνεταιένας χορευτικός δυναμίτης και ίσως το χιτ της χρονιάς παγκοσμίως. Και ποιος δεν γέλασε με το "Don't want to meet your daddy /Just want you in my Caddy"...

Από εκεί και πέρα, ο Prince και οι Parliament χορεύουν με τον ...Fred Astaire. Κάθε κομμάτι αποτελεί προφανώς ένα φόρο τιμήςσε μία αγάπη του. Jazzy tracks, αργά τζαμαρίσματα, περάσματα από Broadway (δεν κάνουμε πλάκα, ο Andre άλλωστε έχει μια χαράfalsetto!) αλλά και drum'n'bass. Όσον αφορά στο τελευταίο ακούστε την έκδοση του "My Favorite Things", με έντονη τη σκιά τουColtrane (στο sax solo φυσικά) και μείνετε άφωνοι. Και στο τέλος αναμένει μια cool παρουσία που δεν ακούγεται out of spaceεδώ, η Norah Jones και μάλιστα χωρίς να φύγει πολύ από το στοιχείο της.

Στιχουργικά υπερισχύει η υπερβολή, κάτι βέβαια που δεν είναι άσχετο με όλο κλίμα του δίσκου, που προσπαθεί να χωρέσει ταπάντα σχεδόν και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Υπερ-ρομαντικός, υπερ-ειλικρινής κτλ. ο άτυπος πρωταγωιστής, πάντα όμως μεχιούμορ. Στο "God (Interlude)", για παράδειγμα ξεκινάει την προσευχή του στο Θεό και τις απαιτήσεις του που έχει από τη ζωήως εξής: "Come in, God. Damn, you're a girl"! Το χιουμοριστικό και διακωμωδιστικό του πνεύμα και η διάχυτη διάθεση ειρωνίαςείναι ίσως και το αλάτι που απαιτείται για το πιο σιροπιαστό/sexy μέρος. Ναι, λατρεύει τον Prince, αλλά ο τελευταίος το ζειστην ολότητά του (ή έστω αυτό μας κάνει να πιστέψουμε), ενώ ο Andre μας αφήνει να πιστεύουμε ότι αποτελεί μια διασκεδαστικήαπλώς πλευρά του εαυτού του. Αντιστοίχως, ο Prince είναι η γκόμενα που κατά τη διάρκεια του σεξ είναι χαμένη κάπου στοδιάστημα, αν όχι στους ρυθμούς του παρτενέρ της, κι ο Andre, ο τελευταίος, που μισός βρίσκεται εκεί και μισός κάπου αλλού.Το πιο όμορφο είναι ότι παράλληλα μιλά εκεί που πρέπει για πράγματα αληθινά, για αδυναμίες ερωτικές, χωρίς κόμπλεξ.Πάντως, έστω και η διαδοχή όλων αυτών των στυλ δεν είναι απλή υπόθεση, δεν είναι και τόσο ξεκούραστο να παρακολουθείς επίώρες ένα παιδάκι σε αποθήκη παιχνιδιών να αλλάζει αντικείμενα προς ασχολία ανά δύο λεπτά. Κι αν και δεν διαφέρει και πολύ ουπεύθυνος για την πιο messy πλευρά τους, τουλάχιστον τα βάζει σε σειρά σωστή. Τα επιμελείται όπως ίσως κανείς δεν θα το είχεκάνει για ένα τόσο πολυσυλλεκτικό και με διαφορετικές απαιτήσεις υλικό (στην ιστορία του hip-hop ελάχιστες φορές έχειπαρατηρηθεί αυτός ο βαθμός παραγωγικής αρτιότητας) και φυσικά -πρωτίστως δηλαδή- γράφει απίστευτα, είτε πρόκειται για P.funk,είτε για μέρος υποτιθέμενου μιούζικαλ, είτε για κλασικό soul κομμάτι.

Αν επιχειρήσουμε να δούμε την αναδόμηση και αποδόμηση του hip-hop στη διπλή αυτή έκδοση (κάτι που σηκώνει πολλή συζήτηση),ίσως και να χάσουμε το νόημα. Που δεν είναι άλλο από το συμπέρασμα ότι τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς για το hip-hop και την ποπ αντιστοίχως, βρίσκονται φέτος σε μία και μόνο έκδοση. Από ποια δισκοθήκη λοιπόν μπορεί ναλείπουν;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured