Οι Bell x1 αποτελούν ένα από τα γκρουπ που θέτουν σοβαρά υποψηφιότητα για την κατηγορία εκείνη που οι Βρετανοί χαρακτηρίζουν σαν “underachievers”, δηλαδή για τα συγκροτήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν καταφέρνουν και πολλά πράγματα στην καριέρα τους. Όλα αυτά είναι φυσικά σχετικά, γιατί στον κόσμο τούτο δεν ξέρεις ποτέ από θα σού ‘ρθει! Τρανότερο παράδειγμα ο David Gray, ο οποίος από το πουθενά έγινε πασίγνωστος και πάμπλουτος, και με αμφιβόλου ποιότητας τραγούδια…

Από την Ιρλανδία, που έκανε την έκπληξη και ανέδειξε τον Gray, μας έρχονται οι Bell x1, και παλιότερα ονομάζονταν Juniper, είχαν δε στις τάξεις τους και τον Damien Rice – ο πρόσφατος δίσκος του τελευταίου μάλιστα με τίτλο “O” ήταν υποψήφιος για το βραβείο Mercury, κι εγώ ακόμη τον ακούω προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί, πράγμα πάντως που επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω!

Ξεκίνησαν με συναυλίες σε τοπικό επίπεδο όπως και ένα άλμπουμ μικρού βεληνεκούς, το “Neither Am I”, και τώρα δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους σε ευρύτερη εμβέλεια, με έναν δίσκο που περιέχει καλά κομμάτια μα – και δεν επαναλαμβάνομαι τραγικά εδώ; - δεν κατορθώνει να μας εντυπωσιάσει. Το ύφος της μουσικής τους είναι η χαμηλόφωνη, εγκεφαλική, μελαγχολική ποπ που σκίζει τον τελευταίο καιρό στη Βρετανία και που μπορεί να αγγίζει σαν αισθητικό αποτέλεσμα, από τις υψηλότερες θέσεις του καλλιτεχνικού φάσματος μέχρι τις χαμηλότερες τρώγλες της επιτήδευσης. Δεν θα τοποθετούσαμε τους Bell x1 στη δεύτερη κατηγορία, αλλά για μια ακόμη φορά – και δεν επαναλαμβάνομαι τραγικά εδώ; - σε κάθε κομμάτι μπορείς να βρεις άμεσα, χωρίς να σπάσεις καθόλου το κεφάλι σου, ανάλογα σημεία αναφοράς για την κάθε τους σύνθεση. Κι όσο κι αν είναι γνωστό ότι αυτό που μένει στο τέλος σαν γεύση είναι που μετράει, δεν μπορείς να μην σκεφτείς απ’ την άλλη ότι δεν θα ήταν κι άσχημα να άκουγες κάτι που να διεκδικεί την αυτονομία του σαν άκουσμα.

Τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου κινούνται στο στυλ των Coldplay (που με δύο άλμπουμ μονάχα δημιούργησαν μια μικρή σχολή, είδατε ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο;), έχουν πλούσιες μελωδίες μα νοιώθεις ότι κινούνται βάση πλάνου και ορθής διάρθρωσης. Το σίνγκλ του δίσκου “Tongue” φέρνει λίγο προς τους πρόσφατους Archive, με δυναμική, θορυβώδη κορύφωση προς το τέλος, το “Next To You” μας θυμίζει το “Can’t We Still Be Friends” του Todd Rundgren, κυρίως λόγω της χροιάς των φωνητικών, ενώ τα υπόλοιπα θυμίζουν…όλο και κάτι. Ακόμη κι αν αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από την ευχαρίστηση του να απολαμβάνεις ορισμένες απ’ τις στιγμές του δίσκου, δεν φεύγει παράλληλα κι απ’ το μυαλό το συμπέρασμα ότι κάτι έλειπε τελικά απ’ αυτή τη δουλειά ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερη. Δεν είναι κακό αυτό, που όμως σημαίνει ότι το πιθανότερο είναι του χρόνου να βρίσκετε το παρόν cd στο ράφι με τις προσφορές. Έτσι έστρωσαν, έτσι θα κοιμηθούν οι Bell x1…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured