Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που πήρατε έναν καινούργιο δίσκο στα χέρια σας, και μόλις διαβάσατε το track listing να νοιώσετε μια γλυκιά ανατριχίλα να σας πλημμυρίζει; Προσωπικά, το ένοιωσα μόλις έπεσε στα χέρια μου ετούτο το cd. Γιατί; Μα επειδή πέρασε από μπροστά μου ολόκληρη, ή έστω ένα μεγάλο μέρος της εφηβείας μου. Εκείνες οι ένδοξες ημέρες από τις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου τα αριστουργήματα κυκλοφορούσαν σωρηδόν και οι μπάντες συναγωνίζονταν η μία την άλλη σε πρωτοτυπία και φαντασία, χωρίς να ξεπέφτουν σε φανφαρονισμούς και κρίσεις επιδειξιoμανίας, χώρια το γεγονός ότι τα συγκροτήματα ανακάλυπταν ότι μπορούσαν να κάνουν τα πάντα μόνα τους, χωρίς να εξαρτώνται από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες. Και σε περίπτωση που δεν τα κατάφερναν εντελώς μόνοι τους, να δουν δηλαδή τη δουλειά τους να βγαίνει σε δίσκο βασισμένοι απόλυτα στις δικές τους δυνάμεις, υπήρχαν και οι μικρότερες ανεξάρτητες εταιρίες που ήταν πρόθυμες να τους βοηθήσουν.
Μια από τις κορυφαίες εκείνης της εποχής – που παραμένει κορυφαία και μέχρι τις ημέρες μας – είναι αναμφίβολα η Rough Trade, μια εταιρία που ανέδειξε δεκάδες ταλέντα από τη Βρετανική κυρίως μα και την παγκόσμια μουσική σκηνή. Η ετικέτα ξεκίνησε, όπως και πολλές άλλες σαν την Beggars Banquet ή την Fat Cat πιο πρόσφατα, σαν δισκοπωλείο, και στη συνέχεια ο Geoff Travis, που βρισκόταν πίσω της, άρχισε να τυπώνει δίσκους από μπάντες που του άρεσαν, πέρα απ’ το να διανέμει τα επτάιντσα και τα άλμπουμ των συγκροτημάτων που τον προσέγγιζαν ώστε να φτάσουν οι κυκλοφορίες αυτές σε άλλα δισκοπωλεία σε ολόκληρη την Αγγλία και την Ευρώπη. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι η επιχείρηση να γιγαντωθεί, και με την ανακάλυψη κυρίως των Smiths, να φτάσει να μιλάει με πολλά μηδενικά.
Μετά την άνοδο βέβαια έρχεται πάντα η πτώση, και η κακή διαχείριση μαζί με άλλους παράγοντες έφεραν την χρεοκοπία. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να σταθεί ξανά στα πόδια της η ετικέτα, φτάνοντας στο σήμερα που έχει και πάλι να επιδείξει μια διεθνούς φήμης μπάντα, τους Strokes, ένα ακόμη συγκρότημα που σκίζει σε δημοτικότητα (Belle And Sebastian) και ένα φυτώριο με ζηλευτά μουσικά ταλέντα. Αυτά ακριβώς είναι που μαζεύτηκαν εδώ για να γιορτάσουν τα 25 χρόνια ύπαρξης της Rough Trade, διασκευάζοντας κομμάτια από τον πλούσιο κατάλογό της (κάτι ανάλογο είχε κάνει υποτίθεται η Beggars Banquet για να γιορτάσει τα 20χρονά της, με τα συγκροτήματά της να διασκευάζουν όλα τα κομμάτια του “Beggars Banquet” των Rolling Stones, μα δεν το έχουμε δει ποτέ. Μπορεί κανείς εκεί έξω να μας βοηθήσει;).
Το παράδοξο είναι βέβαια ότι κανείς δεν επιλέγει να διασκευάσει Smiths, αλλά ούτε κι άλλα ηχηρά ονόματα της εταιρίας – εδώ που τα λέμε, το cd έπρεπε να είναι γεμάτο σε διάρκεια και διπλό! – μα ας δούμε τι είναι αυτό που τελικά περιέχεται εδώ και μπορούμε να ακούσουμε:
Αρχή γίνεται με τους πολύ αξιόλογους Eastern Lane, που διαλέγουν το “Fa Ce La” από το καταπληκτικό ντεμπούτο άλμπουμ των Feelies “Crazy Rhythms” (1980), ένα κομψοτέχνημα power pop αισθητικής που επηρέασε ένα σωρό άλλα σχήματα (εκείνοι μάλιστα που τους αντέγραψαν εντυπωσιακότερα είναι οι Blast Off Country Style από το δυναμικό της εταιρίας Teenbeat). Η ενέργειά του και ο ενθουσιασμός είναι όμοια μ’ εκείνα των πρώιμων πανκ σχημάτων και αποτελεί ως εκ τούτου μια τέλεια εισαγωγή.
Στη συνέχεια μπαίνουμε κατ’ ευθείαν στα βαθιά. Ο Adam Green από τους Moldy Peaches διασκευάζει σχετικά πιστά το “Eating Noddemix”των Young Marble Giants, που υπήρχε σ’ ένα απ’ τα περισσότερο αγαπημένα μου άλμπουμ όλων των εποχών, το “Collosal Youth”, και πάλι από το 1980. Εξίσου σπαρτιάτικο σε ενορχήστρωση με το πρωτότυπο, το κομμάτι υστερεί σε φωνητικά – που να συγκριθεί η ευαίσθητη φωνή της Alison Statton με τη συμπαθητική αλλά φουλ αρρενωπή του Green; Αν και εξ ορισμού δύσκολο να προσπαθήσεις να δώσεις μια νέα εκδοχή σε ένα τόσο κλασικό υλικό όσο αυτό των Young Marble Giants, ο αντι-φολκ τραγουδοποιός από τη Νέα Υόρκη δεν τα πάει καθόλου άσχημα.
Το ίδιο ισχύει και για τους Mystic Chords Of Memory (τους οποίους, εμείς προσωπικά πρώτη φορά ακούμε, μάλλον δεν έχουν δισκογραφική παρουσία πίσω τους και, ποιος ξέρει, ίσως πρόκειται για το ψευδώνυμο ενός super group με μέλη που δεν θα μάθουμε ποτέ ή κατόπιν εορτής) και τη διασκευή τους στο “We Could Send Letters” των Aztec Camera. Το κομμάτι είχε πρωτοεμφανιστεί σε επτάιντσο της εταιρίας Postcard (σαν δεύτερη πλευρά στο σινγκλ “Just Like Gold”), αργότερα εμφανίστηκε στην ιστορική κασέτα που κυκλοφόρησαν από κοινού η Rough Trade με την εφημερίδα NME με τίτλο “C81”, για να συμπεριληφθεί τελικά και στο παρθενικό τους άλμπουμ “High Land Hard Rain” του 1983. Ένα τέλειο ρομαντικό ρεφρέν που κοιτάζει νοσταλγικά τη δεκαετία του ‘60 και αναπολεί παλιές χαμένες αγάπες και κοιτάζει με πάθος το γεμάτο υποσχέσεις μέλλον.
Από τη “C81” γνωρίζω και το επόμενο κομμάτι, το “Jazz Is The Teacher, Funk Is The Preacher” του James Blood Ulmer, ο οποίος έχει βγάλει ένα μονάχα άλμπουμ στη Rough Trade, το ζωντανά ηχογραφημένο “Prime Time” του 1983. Το αυθεντικό είναι ένα φρενιτώδες τζαζ- φανκ κομμάτι, με εξαιρετικές κιθάρες από τον Ulmer και πνευστά που γιορτάζουν, στα χέρια των Oneida πάντως μετατρέπεται σε μια άσκηση επάνω στο ύφος του Captain Beefheart. Όχι κι άσχημο, αρκετά διαφορετικό απ’ το πρωτότυπο, κι αυτή είναι τελικά η ιδέα πίσω απ’ τις καλές και σωστές διασκευές.
Το επόμενο είναι Η έκπληξη. Μετά από καιρό, καινούργιο κομμάτι από την Elizabeth Frazer, τη μαγευτική φωνή των Cocteau Twins (συμμετείχε και στο soundtrack του “Lord Of The Rings” πρόσφατα), πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν τελικά θα βγει καινούργιο άλμπουμ της από την Rough Trade! Η δική της διασκευή είναι στο “At Last I Am Free” που είχε ερμηνεύσει ο Robert Wyatt στο αριστουργηματικό και πάλι (μη δυσανασχετείτε, ίσως τη διαβάσετε αρκετές ακόμη φορές αυτή τη λέξη μέχρι το τέλος του κειμένου!) άλμπουμ του “Nothing Can Stop Us” του 1982, διασκευάζοντάς το κι αυτός με τη σειρά από τους Chic που το έχουν πει πρώτοι! Ζαλιστικά φωνητικά μπροστά σ’ ένα αποπλανητικό μουσικό φόντο, καταφέρνει να αποδώσει πιστά τον οπτιμισμό της σύνθεσης και να μας κάνει να ανυπομονούμε ακόμη περισσότερο για μια πιθανή ολοκληρωμένη δισκογραφική της επιστροφή.
Οι Καναδοί Hidden Cameras προκάλεσαν αίσθηση με το φετινό τους άλμπουμ, το ίδιο ενδεχομένως να κάνουν και με την επιλογή τους για την παρούσα συλλογή. Δοκιμάζουν το “Dunes” των σπουδαίων και απρόβλεπτων Νεοζηλανδών Clean, από το άλμπουμ τους “Vehicle” του 1990. Μάστορες της μελωδίας ούτως ή άλλως οι τελευταίοι, αποκτούν μια παραπάνω διάσταση στα χέρια των νεόκοπων θιασωτών της αρμονίας. Καταπληκτικό με μια λέξη!
Για τους Galaxie 500 δεν θα πούμε τίποτε τη συγκεκριμένη στιγμή, εξάλλου τη θέση που δικαιούνται την έχουν κατακτήσει με το σπαθί τους εδώ και χρόνια, και την επιρροή τους την βιώνουμε συχνά με διάφορα νέα ακούσματα. Οι Tyde διαλέγουν να πουν το “Tell Me”, μέσα από το άλμπουμ τους “On Fire” του 1989, περίεργη επιλογή για ένα τόσο ολόφωτο σχήμα, μα απ’ την άλλη όχι και τόσο αν λάβει κανείς υπόψη του πόσο δυνατά κομμάτια κρύβονταν πίσω από το νωχελικό τους παίξιμο.
Προφανώς για να δείξουν το ότι το περυσινό ντεμπούτο άλμπουμ των Strokes είναι ήδη κλασικό, οι Royal City επιλέγουν να διασκευάσουν το “Is This It” από το δίσκο με τον ίδιο τίτλο. Το κάνουν με φαντασία, φορώντας τους κάντρι φορεσιά μ’ ένα μπάντζο και μειώνοντάς του την ταχύτητα. Η εκτέλεση αυτή αναδεικνύει τη σύνθεση, βουλώντας έτσι τα στόματα όσων ισχυρίζονται ότι το συγκρότημα είναι γεμάτο πόζα ενώ στερείται ουσίας.
Ο Alasdair Roberts (από τους Appendix Out και με προσωπικούς δίσκους στο ενεργητικό του) διαλέγει κάτι ακόμη πιο παράξενο: παρουσιάζει το “I Had A Little Boat” από το άλμπουμ “Gruts” του Ivor Cutler (1986), ενός πολυπράγμονα καλλιτέχνη που έκανε λίγο απ’ όλα, έγραφε λογοτεχνία και ποίηση, ηχογραφούσε δίσκους, ζωγράφιζε και πασπάλιζε όλα τα παραπάνω με μπόλικο χιούμορ. Το συγκεκριμένο άλμπουμ απαρτίζεται από απαγγελίες με βαριά Σκοτσέζικη προφορά, που συνοδεύει ο ίδιος με αρμόνιο και πιάνο, ενώ ο Roberts αποδίδει το κομμάτι με χαρακτηριστική σκοτεινή διάθεση κοντά στην αποκαλυπτική φολκ.
Οι Delays πλησιάζουν το στυλ της Tori Amos με την εκδοχή τους στο “Ride It On” των Mazzy Star, παρμένο μέσα απ’ το παρθενικό άλμπουμ του ντουέτο με τίτλο “She Hangs Brightly” του 1990. Αναρίθμητοι και φανατικοί οι οπαδοί των τελευταίων, ίσως θεωρήσουν αδύναμη στιγμή τούτη τη συμμετοχή, επειδή δεν ακολουθεί πιστά το ύφος του πρωτότυπου, εμείς πάντως πιστεύουμε το αντίθετο.
Εξίσου διαφορετικό είναι και το “Lions After Slumber” των Scritti Politti (από το ντεμπούτο τους “Songs To Remember” του 1982), έτσι όπως το λένε οι επίσης νεόκοποι Veils. Θυμίζουν τους Gomez (περιμένετε, μην φεύγετε!), χωμένους μέχρι το λαιμό σε έναν ανανεωμένο αέρα από φρέσκο μπλουζ! Ενδιαφέρουσα η άποψή τους, μας ανοίγει την όρεξη για περισσότερα……που έρχονται από έναν ακόμη Νεοϋορκέζο, τον Jeffrey Lewis. Αυτός δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο κλασικότατο “Part Time Punks” των Television Personalities (που υπήρχε για όσους ενδιαφέρονται στο επτάιντσο ep “Where’s Bill Grundy Now”, το οποίο είχε αρχικά κυκλοφορήσει από τη δική τους Kings Road Records, για να το επανακυκλοφορήσει σε μεγαλύτερες ποσότητες η Rough Trade, σήμερα το βρίσκει κανείς εύκολα σε πάμπολλες συλλογές!). Και αυτός προτιμάει να μην αλλάξει τίποτα, πέρα από κάποιους στίχους.
Και οι British Sea Power επιλέγουν ένα κομμάτι των Galaxie 500 για να μετασκευάσουν, αυτή τη φορά το “Tugboat” μέσα απ’ το πρώτο τους lp “Today” του 1988 (που σημειωτέον είχε βγει από τη Shimmy Disc, προφανώς στη Μ. Βρετανία το είχε βγάλει η Rough Trade). Στα 6 και βάλε λεπτά του, οι British Sea Power παρουσιάζουν τόσο τη γνωστή λυρική του διάσταση όσο και μια περισσότερο θορυβώδη και αυτοσχεδιαστική.
Στους Strokes αποτείνουν φόρο τιμής και οι Detroit Cobras, παίζοντας το “Last Nite” όμορφα και χωρίς εντυπωσιακές αποκλίσεις από το αυθεντικό. Αντίθετα, οι Fiery Furnaces κάνουν πολύ ουσιαστικότερη δουλειά με το “Winter” των Fall, που έτσι κι αλλιώς αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση. Το κομμάτι είχε πρωτοεμφανιστεί στο άλμπουμ “Hex Induction Hour” του 1982 και είχε επάνω του την ετικέτα της βραχύβιας Kamera, οπότε είναι απορίας άξιο το πώς παρουσιάζεται σήμερα σαν κληρονομιά της Rough Trade (το ζήτημα των δικαιωμάτων είναι πασίγνωστο ότι αποτελεί μύλο – στο καινούργιο τεύχος του Wire πληροφορούμαστε ότι για να επανεκδοθεί η θρυλική συλλογή της Rough Trade “Wanna Buy A Bridge?”, που επρόκειτο στην ουσία για συστατική επιστολή της εταιρίας για την Αμερικάνικη αγορά, θα πρέπει κάποιος να μιλήσει με τους 14 συμμετέχοντες ξεχωριστά για να πάρει την άδειά τους πριν προχωρήσει σε οτιδήποτε!). Καταρχήν είναι θετικό ότι τα φωνητικά εδώ είναι γυναικεία (τουλάχιστον κάνουν μια ειδοποιό διαφορά από την αδιάκοπη πολυλογία του Smith!), και η οργανική αντιμετώπιση είναι διαφορετική και ενδιαφέρουσα!
Το τέλος είναι μάλλον απογοητευτικό. Οι Belle & Sebastian έχουν «περιλάβει» για τα καλά το “Final Day” των Young Marble Giants (είχε κυκλοφορήσει σαν επτάιντσο, με έναν αρχαίο Ελληνικό Κούρο μάλιστα στο εξώφυλλο, το είχα όμως πρωτοακούσει στην προαναφερθείσα “Wanna Buy A Bridge?”), παίρνουν το ριφ από το όργανο και το ντύνουν με electropop φορεσιά, αφαιρώντας του την ομορφιά που πηγάζει απ’ το μινιμαλισμό του (και τη φωνή της Alison Statton, για να μην ξεχνιόμαστε).
Όποιες αντιρρήσεις πάντως κι αν έχουμε για ορισμένες από τις συμμετοχές εδώ, το υλικό είναι τόσο αήττητο ώστε να είναι αδύνατο να του αντισταθούμε σαν ακροατές και να μην σας το συστήσουμε. Άντε, με το καλό και στα επόμενα 25 χρόνια…